ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
154η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας
(27.5.2021 - τηλεδιάσκεψη)
Georges Simenon (1903-1989)
Το χιόνι ήταν βρόμικο
(ΑΓΡΑ-2011)
La neige était sale (1948)
Μετάφραση-Αργυρώ Μακάρωφ
Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία τα οποία, πιστεύω, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη, με την προοπτική της ανάγνωσης των Σημειώσεων. Στοιχεία ιδιαίτερα χρήσιμα, δεδομένου, μεταξύ άλλων, της τοπιογραφίας του βιβλίου (μία χώρα υπό κατοχή), του οικογενειακού περιβάλλοντος του νεαρού “ήρωα” (με το προφίλ μιας “ιδιαίτερης” μητέρας), αλλά και του χρόνου της συγγραφής του βιβλίου.
Εν αρχή ην ένας συγγραφέας εκτός κλίμακας. Ο Georges Simenon των 20 ψευδωνύμων, των άνω των 30 διευθύνσεων κατοικιών, των περίπου 400 τίτλων (“χρειάζομαι 8 ημέρες για να γράψω ένα βιβλίο και 3 για να το διορθώσω”), των 54 κινηματογραφικών μεταφορών, των 10000 γυναικών (ή των 1200 - κατά τη δεύτερη σύζυγό του - το 80% των οποίων, ιερόδουλες)∙ γυναικών, που “κατανάλωνα με τον ρυθμό που ένας Γάλλος καπνίζει τα Gitanes του”, όπως θα αναφέρει στο άρθρο του για τα 99 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Βέλγου, ο Mark Lawson.
“Το χιόνι ήταν βρόμικο” γράφτηκε και εκδόθηκε το 1948, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς “αυτοεξορίας” του Simenon, στις ΗΠΑ (στην προκειμένη περίπτωση, στην Tucson, Arizona). Το έτος 1948 ακούγεται ένα έτος όπως όλα τα άλλα, αν δεν είχε προηγηθεί ο - προ μηνών - θάνατος του νεότερου αδελφού του Georges Simenon, Christian, που έπεσε μαχόμενος με τη Λεγεώνα των ξένων, στην Ινδοκίνα. Ένας θάνατος ελάχιστα ηρωικός, δεδομένου ότι εκεί τον έστειλε ο μεγαλύτερος αδελφός του, Georges, με τη συμβουλή/προτροπή του μεγάλου φίλου του, André Gide, προκειμένου ο Christian - δολοφόνος, ο ίδιος, και ενεργός συνεργάτης των Ναζί κατακτητών της Γαλλόφωνης Βαλλονίας (Ν. Βέλγιο) - να αποφύγει τη δίωξη, μετά το τέλος του πολέμου.
Αλλά και ο συγγραφέας δεν υπήρξε άμοιρος κατηγοριών συνεργασίας με τους Ναζί. Βιβλία του Simenon συνέχισαν να εκδίδονται κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, ενώ συνεργάστηκε με την εταιρεία παραγωγής Continental-films, που ίδρυσε ο Joseph Goebbels. Όσο για τη μητέρα του, υπήρξε ένθερμος οπαδός του φιλοναζιστικού κόμματος Rex, μέλος του οποίου υπήρξε ο Christian. Δεν πρέπει να είναι συμπτωματική η χρονική εγγύτητα των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, με την αναχώρηση του Simenon για την Αμερική (31 Αυγούστου του 1945) και τη δεκαετή παραμονή του εκεί.
“Το xιόνι ήταν βρόμικο” λειτουργεί σε ένα δυστοπικό και αχρονικό περιβάλλον∙ μία ανώνυμη χώρα τελεί υπό κατάληψη ανώνυμων κατακτητών. Οι αναφορές στο κλίμα υποδεικνύουν Κεντροευρωπαϊκή χώρα, ενώ τα περισσότερα ονόματα - Φρανκ / Λόττε Φριντμάιερ, Σίσσυ, Χάμλιγκ, Χολστ, Κρόμερ, Βίμμερ, Άντλερ - υποδηλούν, αν όχι Γερμανική, πάντως Γερμανόφωνη ρίζα/καταγωγή. Ένα εκκεντρικό(;) στοιχείο, εδώ∙ το “Χιόνι”, γραμμένο στις παρυφές του μεγάλου πολέμου, όπου γερμανόφωνοι διαβιούν υπό το καθεστώς ασαφούς ταυτότητας κατακτητών…
Οι χώροι, συγκεκριμένοι. Ενώ, σε αυτό το, ατυπικού μεγέθους για έργο του Simenon αφήγημα, η κίνηση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξαντλείται σε εσωτερικούς χώρους, δωμάτια πορνείου, χώρους όμορων συνοίκων, κακόφημα μπαρ, αίθουσα ανακρίσεων, κελί (“αίθουσα διδασκαλίας”, κατά τον παραληρούντα ήρωα). Το στοιχείο του διαλόγου, όταν δεν πρόκειται για μία ασθματική ανταλλαγή ερωταποκρίσεων-παγίδων, είναι επίσης περιορισμένο, και κυρίαρχα στοιχεία του αφηγήματος συνιστούν οι περιγραφές και η ενδοσκόπηση του ήρωα.
Πιο κάτω, ακολουθεί η παρουσίαση της ιστορίας τού “Το χιόνι ήταν βρόμικο”. Ακολουθεί ο σχολιασμός του βιβλίου και κάποιες σκέψεις που τοποθετούν το βιβλίο απέναντι σε δημιουργήματα των κατ’ εξοχήν επωνύμων.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ (σελ. 13-123)
Η γνωριμία με τους εκ των πρωταγωνιστών της ιστορίας: Τον μετέφηβο Φρανκ Φριντμάιερ, ετών 19, “…Δεν είναι ψηλός. Είναι μάλλον κοντός. Του είχε τύχει - αλλά πριν από πολύ καιρό - να φορέσει παπούτσια με ψηλά τακούνια, όπως τα γυναικεία περίπου, για να δείχνει ψηλός…”, και “Δεν αφηνιάζει. Δεν χειρονομεί. Σπάνια τον βλέπει κανείς να τρέχει, σπάνια να θυμώνει, και ακόμα πιο σπάνια να υψώνει τον τόνο της φωνής του”. Και τον Φρεντ Κρόμερ, ετών 22, φίλο του πρώτου, που επαίρεται για τον φόνο θαμώνα του μπαρ του Τίμο, αλλά και για τον στραγγαλισμό μιας γυναίκας, αμέσως μετά την κουβέντα, «Εύχομαι με αυτό που κάνουμε τώρα να μείνω έγκυος…», με τον Κρόμερ να ισχυρίζεται «…ότι αυτή η κουβέντα τα προκάλεσε όλα, και ότι η ιδέα να έχει ένα παιδί απ’ αυτή την ηλίθια και βρομερή κοπέλα, που τη μάλαζε σαν ζύμη, του φάνηκε γελοία και απαράδεκτη». Λόγια που δεν εκπλήσσουν το ακροατήριο, αφού, “Ποιος από τους θαμώνες του Τίμο, δεν έχει σκοτώσει τουλάχιστον έναν άνθρωπο;”.
Λόγια που “επιβάλλουν” στον Φρανκ τη σκέψη, «Θα πρέπει να δοκιμάσω», ευκαιρία για το “ξεπαρθένεμα”. Στόχος ο “Ευνούχος”, ένας υπαξιωματικός του στρατού κατοχής, τακτικός θαμώνας του Τίμο, “…τόσο χοντρός και τόσο πλαδαρός που οι σάρκες του, κάτω από τη στολή, σχημάτιζαν σαμπρέλες στη μέση , στις μασχάλες και στα μπράτσα. Θύμιζε ματρόνα που ξεντύνεται και ο κορσές της έχει σημαδέψει τη μαλακή τις σάρκα…”. Χοντρός και φιλήδονος, “…παρήγγελλε τα ποτά με τις καράφες. Με τη μια γυναίκα καθισμένη στα γόνατα και την άλλη στον καναπέ…”.
Ο “Ευνούχος”, ιδανικός πελάτης και του πορνείου της Λόττε, μητέρας του Φρανκ, ιδανικός στόχος για τον σουγιά του Φρανκ∙ κόλπο που του είχαν εξηγήσει, «Μόλις μπει και για τη λεπίδα ανάμεσα στα πλευρά, στρίβεις ελαφρά το χέρι, όπως ένα κλειδί στην κλειδαριά». Και ο Φρανκ στήνεται σε μία κόγχη του τοίχου, με είκοσι βαθμούς υπό το μηδέν. Και το σχέδιο κινδυνεύει να ανατραπεί, αφού μπροστά από την κρυψώνα περνάει ο Χολστ, όμορος σύνοικος του Φρανκ και πατέρας της 16χρονης Σίσσυ. Που βλέπει τον Φρανκ. Όχι από σύμπτωση. Αλλά, γιατί ο Φρανκ το προκαλεί! Ώστε, προς αναβολή η απόπειρα;
Το σκηνικό στη θέση του, αλλά ο Σιμενόν παραλείπει τη σκηνή του φόνου - η βία και το αίμα δεν αποτελούν συστατικά της μαγείας του. Η αναφορά στον φόνο, σε πλάγιο λόγο: “Ο σουγιάς καλά σκουπισμένος, βρισκόταν στην τσέπη του Φρανκ”, ή και “… χρειάστηκε να επαναλάβει την κίνησή του δυο φορές, εξαιτίας του λίπους που ήταν συσσωρευμένο στην πλάτη του υπαξιωματικού”. Όσο για το περίστροφο του “ευνούχου”, λάφυρο ανεκτίμητο, ο Φρανκ θα το δείξει στη Σίσσυ. Και θα επιστρέψει στο σπίτι, να ξαπλώσει πλάι στη Μπέρθα, όπου “Λίγο αργότερα, παρ’ ολίγο να κάνει έρωτα μαζί της”, εξάλλου το συνήθιζε με τις γυναίκες του πορνείου της μητέρας του.
Σκηνικό λυκόφωτος, η “ατμόσφαιρα” Σιμενόν, “Λόγω των περιορισμών και των διακοπών του ρεύματος, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν λαμπτήρες μόνο χαμηλής ισχύος και το κτίριο έμοιαζε με σπίτι φαντασμάτων. Επιπλέον δεν είχαν θέρμανση∙ μετά βίας τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν λίγο αέριο για να ζεστάνουν τον καφέ τους που ήταν από βελανίδια”. Όχι στης Λόττε, όπου “Τρώνε. Μάλλον δεν τρώνε, καταβροχθίζουν. Καταβροχθίζουν από το πρωί ως το βράδυ… Και εν τω μεταξύ, οι Χολστ αρκούνταν σε ένα κόκκαλο και βλαστάρια”.
Νέο πρόσωπο επί σκηνής. Ο γενικός επιθεωρητής της Αστυνομίας, Χάμλινγκ, “…έχει σκληρά χαρακτηριστικά γεροδεμένο σώμα, σάμπως να είναι φτιαγμένος από πέτρα”. Τακτικός επισκέπτης του πορνείου. Όμως, όχι χρήστης των υπηρεσιών της Λόττε. Απλά, “Πάντα δίνει την εντύπωση, μπαίνοντας, ότι πέρασε να πει μια καλημέρα σαν γείτονας, σαν φίλος”. Θα αναφερθεί στη σύλληψη ενός νεαρού βιολιστή, συγκάτοικου στο κτίριο της Λόττε, «…φαίνεται πως ανήκει σε κάποια ομάδα τρομοκρατών». “Όπως οι κατακτητές, ο Χάμλινγκ είχε πει τρομοκράτης. Άλλοι χρησιμοποιούν τη λέξη πατριώτης”. Ενώ, “Η Σίσσυ περιμένει με αγωνία πότε θα βγει ο Φρανκ, ανασηκώνει την κουρτίνα για να τον δει να απομακρύνεται…”.
Ο Φρανκ θα την επισκεφτεί, όσο ο Χολστ, ο πατέρας της, λείπει. Ακόμα περισσότερο, θα βγουν μαζί, μαζί στο σινεμά, όπου ο Φρανκ θα την ψάξει στα πιο βαθιά, για να γίνει πάλι ξαφνικά καθωσπρέπει, “Αν μπορούσε να τον δει, θα ήταν πολύ χειρότερα. Όταν ήταν καθωσπρέπει, γινόταν τρομερός, τόσο ήρεμος και παγερός, τόσο απόμακρος που δεν ήξερες από πού να τον πιάσεις, ακόμη και η Λόττε τον φοβόταν”.
Στην αμέσως επόμενη συνάντηση με τον Κρόμερ, η αρχή του νήματος: Στρατηγός του στρατού κατοχής, φετιχιστής ρολογιών, απευθύνεται στον Κρόμερ, προφανώς τον επώνυμο λαθρέμπορο της πόλης. «Σε μια πόλη σαν τη δική σας, όπου ζούσαν τόσοι πολλοί αστοί, υψηλόβαθμοι υπάλληλοι και εισοδηματίες, θα πρέπει να υπάρχει αφθονία από παλιά ρολόγια…». Η ερώτηση στον Φρανκ, «Ξέρεις πού να βρεις ρολόγια;». Η απάντηση, «Μισά, μισά;». “Όσο μιλάει ο Κρόμερ, ο Φρανκ ξαναβλέπει τα ρολόγια του γέρο-Βιλμός, θυμάται τον γέρο-Βιλμός, πάντα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, με τις ακτίνες του ήλιου να γλιστρούν ανάμεσα απ’ τις περσίδες, να κουρδίζει τα ρολόγια ένα ένα, να τα βάζει στο αυτί του, να τα ρυθμίζει να χτυπούν την ώρα βάζοντας σε κίνηση τις μικροσκοπικές φιγούρες”. Για να ακολουθήσει η αναφορά στη Σίσσυ, «Θα μου τη συστήσεις;», «Μπορεί. Είναι παρθένα», «Λέγε, τι κάνατε οι δυο σας στο σινεμα… Λέγε…», «Πάντα το ίδιο πράγμα… Κάλτσες, ζαρτιέρες, μετά…». Για να γυρίσει τελικά στα του οίκου-πορνείου, αναζητώντας τη Μίνα, κάποια Μίνα, “Θα πάει να τη βρει και, στην ουσία, θα είναι ακριβώς όπως αν ήταν η Σίσσυ. Μες στο σκοτάδι δεν θα καταλάβει τη διαφορά”…
Η επιχείρηση “Το κυνήγι του θησαυρού”, ή “Η αναζήτηση ρολογιών”, ξεκινάει. Ο Κρόμερ έχει εξασφαλίσει στον Φρανκ αυτοκίνητο, οδηγό και συνοδό (μήπως χρειαστεί να παίξει “κάτι σκληρό”). Προορισμός, το χωριό που μεγάλωσε ο Φρανκ, όπου και ο θησαυρός. Πιο συγκεκριμένα, το σπίτι του Βιλμός και της αδελφής του. Υπέργηροι και οι δύο. Θα ανοίξει εκείνη στον Φρανκ, ο γέρο-Βιλμός έχει πεθάνει εδώ κι έναν χρόνο. Της ζητάει τα ρολόγια, με το πρόσωπο καλυμμένο. “Κρατάει το περίστροφο στο δεξί του χέρι”. Μία απρόσεκτη κίνηση αποκαλύπτει το πρόσωπό του και η γρια-Βελμός, τον αναγνωρίζει, «Ο μικρός Φρανκ», αυτός που οι Βιλμός κερνούσαν καραμέλες, πριν λίγα χρόνια. Τώρα, η δολοφονία. Ο παρακείμενος Σταν (ο συνοδός), “Πρέπει να άκουσε μια υπόκωφη εκπυρσοκρότηση. Μετά η πόρτα ξανανοίγει, βλέπει ένα φωτεινό κιτρινωπό ορθογώνιο που σιγά σιγά πάλι άρχισε να στενεύει μέχρι που χάθηκε εντελώς”∙ ίσως, η λακωνικότερη περιγραφή φόνου στην Αστυνομική Λογοτεχνία.
Στην επιστροφή, συναντά τον Κρόμερ στο μπαρ του Τίμο. Του μιλάει για τη λεία, «’Εχω καμιά πενηνταριά» και τον καλεί να μιλήσει με τον στρατηγό. Τέλος, στο σπίτι, “…βρήκε τη Μίνα στο κρεβάτι της, και έκανε μαζί της έρωτα τόσο βίαια που την τρόμαξε”. Και, πάντα, η τρομερή αμφιβολία, “Και εκείνη καταλαβαίνει. Όλοι καταλαβαίνουν!”.
Οι ανησυχίες που τρελαίνουν: Ο οδηγός είχε υποψιαστεί τι είχε συμβεί; Και ο Κρόμερ δείχνει “διαφορετικός, αμήχανος”. Και “…η όψη της Μίνας δείχνει κομμένη… σάμπως να περιμένει να εμφανιστεί η Αστυνομία…”. Και “Η μητέρα του ξέρει. Δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία”.
Στη συζήτηση για τη μοιρασιά της αμοιβής, ο Φρανκ ζητάει τη μεσολάβηση του Κρόμερ στον στρατηγό, για ένα πάσο που οι κατακτητές επιφυλάσσουν στους εκλεκτούς. Ο Κρόμερ δεν θα αρνηθεί αλλά παραμένει εμμονικά εστιασμένος στην κατάκτηση της Σίσσυ, “«Απόψε τη νύχτα;» ρωτάει ο Κρόμερ, που του τρέχουν τα σάλια”. Κι αυτό να συμπίπτει με την ερωτική εξομολόγηση της Σίσσυ προς τον Φρανκ, που πιο απελπισμένη δεν μπορεί ν’ ακουστεί.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΣΙΣΣΥ (σελ.127-246)
Ο κλοιός σφίγγει; Η Αστυνομία εμφανίζεται στο σπίτι του Φρανκ. Αλλά, όχι, δεν είναι γι αυτόν. Που διακρίνει στολές στον διάδρομο, μπροστά στην πόρτα του βιολιστή, “…και ακούγονται θόρυβοι από σπάσιμο επίπλων”. Ενόσω ο Φρανκ θα εξαντλείται στη επίδειξη του πάσου του… Ένα χαρτί που εξασφαλίζει την απέχθεια των γειτόνων του, λες και δεν έφτανε η υποχρεωτική τους γειτνίαση με τα πορνείο της μητέρας του…
Δέκα σελίδες, για την “εκχώρηση” - το λένε και πάσα - της Σίσσυ στον Κρόμερ, από τον Φρανκ. Ασθματικοί διάλογοι και ένας παραληρηματικός Φρανκ (ή, ένας παραληρηματικός Σιμενόν;). Στην ουσία, πρόκειται για σκηνοθεσία Φρανκ/Κρόμερ, που θα κατέληγε σε βιασμό, αν η Σίσσυ, τρελαμένη, δεν διέφευγε την τελευταία στιγμή, στα γύρω οικόπεδα, σχεδόν γυμνή, στον πάγο. Και ο Φρανκ θα παρακολουθεί το αδιάκοπο πηγαινέλα του πατέρα της Σίσσυ - αδιάψευστη μαρτυρία οι τσόχινες μπότες του Χολστ, οι δεμένες με σπάγκο - του γιατρού και του γείτονα, στο προσκέφαλο της άρρωστης Σίσσυ.
Εμβόλιμη παρουσία του Επιθεωρητή Χάμλινγκ στο σπίτι της Λόττε∙ και πάλι, «…Απλώς μπήκα περνώντας». Ο Φρανκ σε φάση επίθεσης/ πρόκλησης, απέναντι σε έναν πρωτοφανώς παθητικό επιθεωρητή, «Γιατί θα μου άρεσε να με συλλαμβάνανε. Κυρίως, εσείς!». Πρόκληση στην οποία ο Χάμλινγκ θα απαντήσει, «Πόσων χρονών είστε, παιδί μου;», και για να κλείσει, «Αγαπητή μυ Λόττε, καιρός να φεύγω… Φροντίστε καλά τον νεαρό». Απλά εμβόλιμη η παρουσία του Χάμλινγκ, ή βατήρας για τα όσα ακολουθήσουν;…
Όχι δεν είναι φόβος. Είναι, απλά, η επιθυμία να προκαλέσει, “Δεν είχε αρκετούς εχθρούς και έκανε το παν για ν’ αποκτήσει”, ο Φρανκ, αμετανόητα αλκοολικός, στα 19 του, ήδη. “Η Σίσσυ θα πρέπει να τον μισούσε”. Η Σίσσυ, όπως η Μπέρθα, όπως η Άννυ, όπως ο γείτονας κύριος Βίμμερ, “με τα ψώνια, ένα δίχτυ όπου υπήρχαν ένα λάχανο και βλαστάρια”, ο σύνοικος του Φρανκ, των ακριβών παπουτσιών και του καμιλό παλτού, όπως ο Χολστ που “…θα ξοδέψει τις τελευταίες δεκάρες του, αν του απέμεινε τίποτα, ή θα πουλήσει μερικά βιβλία” για να στολίσει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της άρρωστης κόρης του, ή εκείνος ο παράξενος νεαρός που έχει γίνει, τελευταία, η σκιά του και που ο Φρανκ τον διακρίνει να χαζεύει μπροστά σε μία βιτρίνα με κορσέδες ή με κούκλες. Ώσπου ένας κύριος, “πολύ συνηθισμένος τύπος, αμυδρά ίσως να δείχνει ξένος” θα σταματήσει τον Φρανκ, θα του δείξει “μια κάρτα με σφραγίδες”, θα του αφαιρέσει το περίστροφο από την τσέπη, θα τον καλέσει να τον ακολουθήσει, και τώρα βρίσκονται να “…προχωρούν ο ένας δίπλα στον άλλον προς τη στάση του τραμ…”.
Δέκατη όγδοη ημέρα έγκλειστος και ο Σιμενόν ζητάει από τον Φρανκ να αυτοβιογραφείται σε τρίτο πρόσωπο!
Έγκλειστος ο Φρανκ - του έχουν αδειάσει τις τσέπες και απαλλάξει από γραβάτα, ζώνη και κορδόνια - “…αλλά δεν τον έβαλαν σε φυλακή, αλλά σ’ ένα σχολείο”. Το γεγονός ότι “…κάθε πρωί, χαράζει μια γραμμή στον τοίχο, με το νύχι του αντίχειρα”, δεν είναι αρκετό να τον μεταπείσει ότι περί σχολείου πρόκειται, ενώ “…στην πόλη υπάρχει μια αληθινή φυλακή…”. Στην απομόνωση, ο Φρανκ είναι αντιμέτωπος με τον ανηλεή απέναντι, τον εαυτό του. Απόπειρες απόδρασης μέσω ονειρικών μαιάνδρων που του επιτρέπουν την καλειδοσκοπική ερμηνεία γεγονότων όπως, “Στο δεξί δωμάτιο, όπου φέρνουν ασταμάτητα καινούριους, παίρνουν κάποιους και τους τουφεκίζουν, αν όχι καθημερινά, πάντως πολλές φορές την εβδομάδα”. Και θα αναρωτιέται, ποιος τον κατήγγειλε.
Δέκατη ένατη ημέρα και στο σχολείο-φυλακή, στο δεν-είναι-κελί-είναι- αίθουσα-διδασκαλίας, του συμπεριφέρονται με το σείς και με το σάς∙ όταν δεν ασχολούνται μαζί του ή όταν δεν υποκρίνονται τους αδιάφορους. Θα πρέπει να πρόκειται για ένα - κατά τα άλλα - σοβαρό σχολείο, αφού “εδώ τουφεκίζουν σχεδόν καθημερινά”... Ένα σχολείο όπου το πρωί τον τρέφουν με “…ένα αφέψημα από βαλανίδια, χωρίς ζάχαρη, με ένα κομματάκι ψωμί σαν λάσπη” και που μπορεί να αισθάνεται ντροπή όταν πηγαίνει στον χωρίς καπάκι κουβά του, αφού από την πασαρέλα βλέπουν τα πάντα, αλλά τουλάχιστον είναι άλλοι που τον αδειάζουν, γι αυτόν.
Και στις οπτικές του αποδράσεις, μία γυναίκα, “…από τόσο μακριά δεν ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά της”∙ “…συμπεραίνει ότι είναι νέα”∙ “…σίγουρα έχει μωρό”∙ “…πρέπει να είναι ευτυχισμένη”∙ “…όταν ξανακλείνει το παράθυρό της, ξαναβρίσκεται στο σπίτι της, με τις μυρωδιές του νοικοκυριού της”∙ “…ποιος ξέρει, μπορεί και να τραγουδάει”∙ “…και ήταν όμορφη”. Και “Τα γρανάζια βρίσκονται σε κίνηση, το ροκάνισμα των σκέψεων συνεχίζεται”.
Μέχρι που τον συνοδεύουν, όταν, για παράδειγμα, τον οδηγούν να συναντήσει τη μητέρα του. Όχι ότι η Λόττε θα καταρρεύσει στο θέαμα του αξύριστου και βρόμικου γιου της, αντίθετα, όλο αξιοπρέπεια - κάποιοι θα τη χαρακτήριζαν “στοργή υπό έλεγχο” - θα δείξει το ενδιαφέρον της για την κατάστασή του και θα προσπαθήσει να τον εμψυχώσει, με κουβέντες όπως, «Καλά μού φαίνεσαι. Αν ήξερες πόσο ευτυχισμένη είμαι που σε βλέπω να είσαι καλά». Μα, πώς θα μπορούσε να συμπεριφερθεί, απέναντι σε έναν “σκληρό και σχεδόν εριστικό Φρανκ”; Ιδιαίτερα όταν αυτή “Τα ’χει χάσει, νοιώθει απογοητευμένη. Θα πρέπει να ερχόταν καταχαρούμενη, όπως πάει να δει κανείς έναν ασθενή στο νοσοκομείο με σταφύλια ή πορτοκάλια, και εκείνος δεν υπολογίζει ούτε καν τις καλές της προθέσεις, θα έπαιρνε όρκο κανείς ότι τα είχε βάλει μαζί της, ότι την καθιστά υπεύθυνη για την απογοήτευσή του”.
Για να φτάσει η στιγμή της ανάκρισης. Έχοντας συναντήσει, στη διαδρομή, ανθρώπους που δεν γνωρίζει και που “κανείς δεν τον αναγνωρίζει, ούτε τον κοιτάζει” και διατρέξει έναν Καφκικό “δαίδαλο σκοτεινών και πολύπλοκων διαδρόμων”. Ε! λοιπόν, όχι! Δεν πρόκειται για τη δολοφονία της γριάς-Βιλμός, ή γι αυτήν του Ευνούχου! Αλλά, για έξη μικρές τρυπούλες! Πιο συγκεκριμένα, για έξη μικρές τρυπούλες στα χαρτονομίσματα του πακέτου χρημάτων, προέλευσης στρατηγού, η αμοιβή του Φρανκ για τα ρολόγια του γερο-Βιλμός, πακέτου που έσερνε ο Φρανκ επάνω του, και που επιδείκνυε σε κάθε ευκαιρία. Έξη μικρές τρυπούλες από καρφίτσα, που αποδείκνυαν ότι τα χαρτονομίσματα που βρήκαν επάνω του - ίσως και σ’ αυτούς που με πόση μεγαθυμία σκόρπιζε - είχαν κλαπεί από το κτίριο (Αρχηγείο;) των κατακτητών. Ο ανακριτής εστιάζει στο πώς βρέθηκαν στα χέρια του Φρανκ∙ και σπρώχνει στον μαθητή-κρατούμενο το κουτί με τα τσιγάρα. Επί του παρόντος…
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (σελ.249-338)
Η γυναίκα στο παράθυρο, “…αέρισε όλα τα ρούχα. Τα τίναζε τα χτυπούσε όπως τα χαλιά, και καθεμιά από τις κινήσεις της προκαλούσε στον Φρανκ τρομερούς πόνους αλλά και του έκανε καλό συγχρόνως…”. Και ηδονιζόταν να κοιμάται μπρούμυτα, “Είναι μπρούμυτα και πονάει. Τον πονάνε κόκαλα και μύες του σώματός του… Κάποιοι πόνοι διαρκούν μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, αλλά η έντασή τους τούς κάνει ηδονικούς σε σημείο που τους αναζητάς όταν υποχωρούν…”. Παραληρηματική ενδοσκόπηση και μία άρνηση να απαντήσει στον ανακριτή του, να “θυμηθεί” το πώς βρέθηκε με ένα τεράστιο ποσό στην κατοχή του. Και τα εύκολα προεξοφλούμενα βασανιστήρια; “Είχε πει όχι. Και τώρα, δεν είναι σίγουρος ότι το έκανε γιατί ήθελε να υποφέρει. Σίγουρα υπήρχε η έλξη για τα βασανιστήρια, το γεγονός ότι ήθελε να ξέρει αν θα άντεχε ή όχι, όπως αναρωτιόταν πολύ συχνά”. Για να ακολουθήσει το χτύπημα με τον μπρούτζινο χάρακα, στο πρόσωπο, “Μέχρι τελευταία στιγμή, θα μπορούσε να απαντήσει ναι ή και κατ’ ανάγκη να σκύψει. Δεν κούνησε και ακούστηκαν κόκαλα να σπάνε”. Πίσω στο κελί-αίθουσα διδασκαλίας, για να συνεχίσει την ενδοσκόπησή του, ενώ “Έμαθε να κοιμάται. Έμαθε να συνθλίβεται μπρούμυτα στις σανίδες του κρεβατιού του και να οσφραίνεται τη δική του μυρωδιά στις μασχάλες του σακακιού του”.
Για να εμφανιστεί ο νέος ανακριτής, “ένας ηλικιωμένος κύριος με τα γυαλιά”. Όχι σαν εκείνους που, “…σας προσφέρουν τσιγάρο πριν σας χτυπήσουν με έναν μπρούτζινο χάρακα σαν υστερικές γυναίκες”. Εδώ, ένας διαφορετικός πόλεμος και ο Φρανκ ξέρει ότι αυτό θα είναι το τέλος και ότι ο ηλικιωμένος κύριος θα τον κερδίσει. Μόνη του απόπειρα είναι να τον καθυστερήσει. Η διαδικασία είναι αργή και “Αυτό τον εμποδίζει να ασχοληθεί με τους άντρες τους οποίους έρχονται και τους παίρνουν από τη διπλανή τάξη, με το χάραμα της ημέρας, για να τους τουφεκίσουν”.
“Είχαν την καλοσύνη να μού επιτρέψουν να σε δω, Φρανκ…”, η μητέρα του Φρανκ, συνοδεία της Μίνας, τροφίμου του πορνείου της Λόττε. “Από την πλευρά της, δεν τολμάει να σηκώσει τα μάτια της επάνω του από φόβο μην ξεσπάσει σε λυγμούς. Είναι τόσο τρομακτικός στην όψη; Επειδή του λείπουν δύο μπροστινά δόντια και είναι ατημέλητος;”. Και ένας εκτός ισορροπίας Φρανκ, που “βλέπει” μπροστά του τον Πατέρα Χολστ και τη Σίσσυ, και που λίγο πριν - ή αμέσως μετά; - την ψυχολογική εξουθένωση, θα ομολογήσει. Όχι όλα, όχι τα πάντα, θα μιλήσει για τον φόνο της γριάς- Βιλμός, θα ομολογήσει τα των ρολογιών, τα του Κρόμερ, τα του άγνωστου σε αυτόν “ανώτερου αξιωματικού που συλλέγει ρολόγια”, τα των συνεργών του όταν επισκέφτηκε τους Βιλμός∙ όχι ότι οι απέναντι, με πρώτο τον “ηλικιωμένο κύριο με τα γυαλιά” δεν ξέρουν, και ο Καρλ Άντλερ, ο οδηγός του αυτοκινήτου στην έξοδο προς τους Βιλμός, είχε ήδη εκτελεστεί, αν και, μάλλον, για υποθέσεις της Αντίστασης.
Και η, κατά Σιμενόν, κάθαρση. Και όταν ο Φρανκ πιστεύει πως τον καλούν για μία ακόμα ανάκριση, έχει εμπρός του, τώρα πλέον, τον Χολστ και τη Σίσσυ… που, “Δεν προχωράει τόσο ώστε να φτάσει κοντά του. Δεν τολμούν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Θα το έκαναν, αν τολμούσαν; Δεν είναι σίγουρο”. Με την απόσταση ανάμεσά τους, “«Ήρθα να σου πω πως σ’ αγαπώ»”. Ενώ ο πατέρας της, πιέζοντάς τον ελαφρά στον ώμο, “«Είχα έναν γιο, ένα αγόρι στην ίδια ηλικία περίπου με τη δική σας…»”. Και θα οδηγήσει την κόρη του πλάι στον Φρανκ, ενώ θα στραφεί, μετά, στο παράθυρο, “…για να μπορέσουν να κοιταχτούν μόνο οι δυο τους”.
“Αυτός είναι ο δικός του γάμος… Ο δικός του μήνας του μέλιτος…”. “«Θα προσπαθήσουμε να ξανάρθουμε» λέει ο Χολστ. Ο Φρανκ χαμογελάει, εξακολουθώντας να κοιτάζει τη Σίσσυ, και συγκατανεύει γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι αλήθεια, όπως το γνωρίζει και ο Χολστ και σίγουρα και η Σίσσυ”.
Και, όρθιος εμπρός στον ανακριτή του, θα ομολογήσει, άλλα για δεύτερη φορά, άλλα για πρώτη, τα πάντα. Την κλοπή των ρολογιών, τη δολοφονία της γριάς-Βελμός, τον φόνο του αξιωματικού, “«…για να του πάρω το περίστροφο, γιατί ήθελα πολύ να έχω ένα περίστροφο… Δεν είμαι ούτε φανατικός, ούτε ταραχοποιός, ούτε πατριώτης. Είμαι ένα κάθαρμα»”.
Δεν θα τους αρκέσει η ομολογία και θα τον χτυπήσουν, προφανώς ανικανοποίητοι αφού δεν αποσπούν το όνομα του αξιωματικού πίσω από τα σημειωμένα χαρτονομίσματα, όνομα που ο Φρανκ αγνοεί, αν και, “«Αν ήξερα κάτι, δεν θα σας το έλεγα»”.
“Τον κατέβασαν τρεις ή τέσσερις φορές για να τον χτυπήσουν… Και, επί τέλους, το αποφασίζουν, ένα πρωί που ξανάρχισε να χιονίζει”.
“Πρώτα πήγαν στη διπλανή τάξη. Δεν το σκέφτηκε πως θα τον έπαιρναν κι αυτόν… Είναι έτοιμος… Τους βάζουν να προχωρήσουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον κατά μήκος του υπόστεγου. Για δες! Ανασήκωσε το γιακά του σακακιού του, σαν τους άλλους.
Και ξεχνάει να κοιτάξει το παράθυρο, ξεχνάει να σκέφτεται. Η αλήθεια είναι ότι θα έχει όλο το χρόνο μετά…”.
Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η “ατμόσφαιρα” Σιμενόν υιοθετεί τα χαρακτηριστικά κλειστοφοβικού κώδωνα. Όλα σε δύο γειτονιές, αυτή των Φρανκ/Χολστ και του Timo bar. Μοναδικές έξοδοι, η απόδραση στο χωριό του ωρολογοποιού, και αυτή επειδή το απαιτεί η δολοφονία της γριάς-Βιλμός και η διαδρομή του τραμ, ράγες που τέμνουν το χιόνι. Κόγχες σπιτιών, σκοτεινές όσο και το βρόμικο χιόνι, η αποπνικτική ατμόσφαιρα του μπαρ, τα δωμάτια-κυψέλες επιβίωσης της οικογένειας Χολστ, ένα κελί που ο υπόδικος Φρανκ θέλει αίθουσα διδασκαλίας, από όπου “…με το χάραμα παίρνουν τους άντρες για να τους τουφεκίσουν” και η αίθουσα των ανακρίσεων, αλλά και του δικαστηρίου, όπου και η απόφαση της εκτέλεσης, αμέσως μετά τη δίκη που δεν διεξήχθη ποτέ.
Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα έργο γραμμένο πριν τρία τέταρτα του αιώνα, δεν εξηγεί την απόκλιση του “Το χιόνι ήταν βρόμικο” (αν όχι του Simenon, γενικότερα), από το σημερινά πρότυπα του “αστυνομικού” αφηγήματος. Το βιβλίο αποκλίνει και από την ορθοδοξία των whodunit που, χρονικά, προηγήθηκαν του “Χιονιού”. Πρόκειται για μία διαπίστωση που εγείρει - και που θα εγείρει - την αμφιβολία και την ένσταση, σχετικά με την “αστυνομικότητα” του Simenon. O Marc Lits, του Πανεπιστημίου της Louvain (Βέλγιο) προτείνει μία εξήγηση του φαινομένου: “Ο Simenon δεν θέλησε να περιοριστεί στον χώρο της Λαϊκής Λογοτεχνίας και αρνήθηκε να περιβληθεί τα όρια του μεγάλου αστυνομικού συγγραφέα. Και είναι προς τιμή του, που έφτιαξε ένα δικό του σύμπαν, μία ιδιαιτερότητα που τον απομακρύνει από την αναγνώριση μέσα στα πλαίσια της Αστυνομικής Λογοτεχνίας, με τη στενή έννοια. Θα παραμένει, λοιπόν, πάντα, ένας δημιουργός του περιθωρίου. Κι αν ο ίδιος είναι ο πιο πολυδιαβασμένος Βέλγος συγγραφέας, ο Simenon δεν ηγήθηκε ποτέ Σχολής”.
Και, βέβαια, είναι - και παραμένει - το περίφημο ιδίωμα Simenon. Όταν η Colette - επιφανής λογοτέχνης, υπεύθυνη Λογοτεχνίας και σύζυγος του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Le Matin - στις συμβουλές της οποίας ο Simenon προστρέχει, του επιστρέφει τα χειρόγραφά του, με την ένδειξη, “Sim (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, τότε ο Simenon)…όταν πάψετε να κάνετε Λογοτεχνία…” ο νεαρός Simenon θα επιστρέψει στη γραφομηχανή και στα μολύβια του, για να αφαιρέσει το όποιο επίθετο και το όποιο επίρρημα, για να αναδείξει κείμενα που στόχευαν μόνο στην ουσία («Ο Simenon δεν είναι μυαλό δεν είναι καρδιά, ο Simenon είναι κοιλιά, τα έντερα»). Η ουσία.
Και θα παραμένει πάντα το ερώτημα αν μιλάμε για δύο Simenon. Αυτόν του Επιθεωρητή Maigret και για εκείνον των romans durs, των “σκληρών” ιστοριών, όπου τα “αστυνομικά” στοιχεία, αυτά του κινήτρου, του φόνου, της Δίωξης, της Έρευνας, των συνακόλουθων ντετέκτιβ και των εγκληματολογικών εργαστηρίων ταυτοποίησης υποκλίνονται απέναντι στην περιρρέουσα κοινωνική τυπολογία, στο ψυχολογικό προφίλ του ενόχου και στην Έρευνα μέσω της διαίσθησης και του ενστίκτου. Δεν είναι, πάντως, ο Επιθεωρητής Maigret, αυτός που ώθησε τον André Gide να προβλέψει, στις αρχές των ετών ’40, ότι “Ο Simenon θα αναγνωριστεί κάποτε ως ο μεγαλύτερος όλων, ο πιο πραγματικός πεζογράφος που διαθέτει η Λογοτεχνία μας”… Όσο για τον ίδιο τoν Simenon, δεν ήταν αυτός που χαρακτήριζε τη “σειρά Maigret”, ως “semi-littérature”; (“ημι-λογοτεχνία”;).
“Το χιόνι ήταν βρόμικο” ανήκει στα romans durs∙ θα ανήκε στα “σκληρά” ακόμα και παρόντος του Επιθεωρητή Maigret. Ξεκινώντας από την οπτική γωνία του παρατηρητή-αφηγητή, που ιχνοσκοπεί - και ιχνοσκοπεί αδιάκοπα, όσο και ανελέητα - τον Φρανκ Φριντμάιερ, δηλαδή τον παρατηρητή-αφηγητή εαυτό του. Εδώ, ο δολοφόνος, γνωστός από τις πρώτες σελίδες, είναι αυτός που σκέφτεται, που αισθάνεται, που αποφασίζει, που ενδοσκοπείται, που αμφιβάλλει, που αυταπατάται, που καταλήγει. Είναι αυτός, και μόνον αυτός, που βλέπει και κρίνει τους άλλους, ποτέ οι άλλοι αυτόν, αυτός που αποφασίζει το πώς οι άλλοι τον βλέπουν και τον κρίνουν, κώδωνας μέσα σε κώδωνα, η Σιμενόνια μπαγκέτα να ορίζει τον ρυθμό.
Τολμώντας την έξοδο από το πλαίσιο του “Το χιόνι ήταν βρόμικο”, θα επιχειρούσα μία αντιπαραβολή του βιβλίου, με τρία βιβλία που εκδόθηκαν πριν από αυτό (αντιπαραβολή του μύθου, όχι του συγγραφικού ύφους). Πρόκειται για το “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Fiodor Dostoïevski (1866), τη “Δίκη”, του Franz Kafka (1925) και τον “Ξένο”, του Albert Camus (1942). Ειδικότερα, του Φρανκ Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ, του “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Γιόσεφ Κ, της “Δίκης” και του Μερσώ, του “Ξένου”.
(Ι) Στο “Έγκλημα και Τιμωρία”, ο νεαρός Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ (Ρόντια) δολοφονεί τη γριά Αλιόνα Ιβάνοβα (και - εκτός προγράμματος - την αδελφή της)∙ κίνητρο η αφαίρεση πλούτου από μία μισητή ενεχυροδανείστρια, ενώ η θεωρία του Υπερανθρώπου, που ο Ρασκόνικωφ υπεραμύνεται (τουλάχιστον κατά τη στιγμή της δολοφονίας, αλλά και για αρκετά αργότερα) δίνει το άλλοθι στον δολοφόνο. Θεωρία όπου, κατά τον εισηγητή της, Ροντιόν, τα πάντα επιτρέπονται στον εξαιρετικό, τον εκτός νόρμας και υπεράνω του Νόμου άνθρωπο, αφού γίνονται - ή, πιο σωστά, διαπράττονται - για το κοινό καλό.
Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ο νεαρός Φρανκ Φριντμάιερ δολοφονεί τη γριά-Βιλμός, όχι υποκινούμενος από μίσος (αντίθετα, μόνο γλυκές παιδικές αναμνήσεις τον συνδέουν με το θύμα) αλλά από την “απλή” πρόθεση να ληστέψει. Οι δύο ιστορίες κύρια αποκλίνουν κατά τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα των ηρώων τους. Ο εξαιρετικά ευκατάστατος Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ της έσχατης ένδειας, με τον πρώτο μηδενικών τύψεων για το έγκλημα που διέπραξε και τον δεύτερο έμπλεο τύψεων, αλλά και ανησυχίας σε κλιμάκωση τρόμου, αμέσως μετά την πράξη. Τύψεων και τρόμου, που ουσιαστικά οριοθετούν στον μύθο το στοιχείο “Τιμωρία”, του στοιχείου “Έγκλημα” εξαντλούμενου σε δύο σελίδες ενός εκτενέστατου αφηγήματος.
(ΙΙ) Στη “Δίκη”, ο νεαρός τραπεζοϋπάλληλος Γιόσεφ Κ συλλαμβάνεται κατηγορούμενος για μία παράβαση (έγκλημα;) που θα παραμείνει ανεξήγητη/ο, μέχρι το τέλος της ιστορίας. Εδώ, έχουμε τη δίκη, μία δίκη όπου ο Κ δηλώνει «Αθώος», για να απαντήσει ο δικαστής του, «Αθώος, για ποιο πράγμα;». Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η ανάκριση δεν ακολουθείται από τη δίκη. Και την ποινή, το ίδιο “έσχατη” όσο και στη “Δίκη”, αποφασίζει ο ανακριτής, ή τουλάχιστον έτσι τεκμαίρεται, αφού ο Φριντμάιερ, οδηγείται στο απόσπασμα, μετά την ανάκριση και απευθείας από το κελί του.
Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ασφαλώς υπήρξε έγκλημα. Αν και η δολοφονία του υπαξιωματικού της αστυνομίας των κατακτητών ή και της γριάς-Βιλμός, δεν είναι αυτές που απασχολούν τον ανακριτή και είναι άλλα που τον ενδιαφέρουν. Το σημείο σύγκλισης με τη “Δίκη” αποτελεί το απρόσωπο της Εξουσίας (το προφίλ του ανακριτή, στο “Χιόνι”, δύσκολα πείθει για υψηλόβαθμο στέλεχος του καθεστώτος) και το μαιανδρικό, αν όχι λαβυρινθώδες, των διαδικασιών, γραφειοκρατικά και χωροταξικά. Και στις δύο περιπτώσεις θα παραμείνει άγνωστη η ταυτότητα του καταδότη.
(ΙΙΙ) Στον “Ξένο”, ο Μερσώ, το παράλογο σε παραλλαγή σάρκας και οστών, σε πλήρη αποξένωση με το περιβάλλον του, έμβιο και άψυχο, δολοφονεί με μία σφαίρα, και μετά “τελείως αναίτια” πυροβολεί το θύμα του ακόμα μερικές φορές. Ο Φριντμάιερ του “Χιονιού” επίσης αποτελεί ξένο σώμα με το περιβάλλον του, το άμεσο και το έμμεσο, αφού στεγανός έναντι της μητέρας του και σε απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης έναντι των τεκταινόμενων στο πορνείο της. Ενώ και φιλύποπτος, απόμακρος, και έως εχθρικός, προς τους γείτονες, τους συντοπίτες, αλλά και με τους “εν όπλοις” συντρόφους του, των καταγωγίων.
Δεν είναι γνωστό αν ο Simenon είχε διαβάσει τον “Ξένο”, που εκδόθηκε έξη χρόνια πριν το “Χιόνι”∙ ο ίδιος, πάντως, δεν φημιζόταν για ένθερμος ή συστηματικός αναγνώστης. Ίσως να αποτελεί σύμπτωση η τοποθέτηση και των δύο ηρώων, πέρα από το όριο της αλλοτρίωσης και απέναντι σε μία άδεια, μονότονη και αδιάφορη ζωή. Και είναι εξίσου άγνωστο αν η διαδρομή του Φρανκ Φριντμάιερ, μία διαδρομή ανάμεσα στις συμπληγάδες των Ρασκόλνικωφ, Γιόσεφ Κ και Μερσώ, ενορχηστρώθηκε στο “Χιόνι” από έναν μάγο, με τρόπο που να αφήνει το ερώτημα να επικρέμαται.
Αναζητώντας την απόλαυση των μεταφράσεων του Simenon στη συνήθη ύποπτο Αργυρώ Μακάρωφ, ανέτρεξα στο Διαδίκτυο, σε αναζήτηση αποσπάσματος, στο πρωτότυπο. Και έπεσα επάνω στο Πρώτο Κεφάλαιο, του Πρώτου Μέρους του βιβλίου (σελ. 13-34). Να επαναλάβω, λοιπόν, το στοίχημα: Πιστεύω πως ο Simenon θα έσπευδε να μεταφράσει, στα Γαλλικά, τη Μετάφραση της Μακάρωφ∙ και ο Simenon θα ήξερε τι έκανε, δεδομένου ότι η κυρία δεν μεταφράζει κείμενο, μεταφράζει ατμόσφαιρα.
Αντώνης Γκόλτσος, Μάιος, 2021
154η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας
(27.5.2021 - τηλεδιάσκεψη)
Georges Simenon (1903-1989)
Το χιόνι ήταν βρόμικο
(ΑΓΡΑ-2011)
La neige était sale (1948)
Μετάφραση-Αργυρώ Μακάρωφ
Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία τα οποία, πιστεύω, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη, με την προοπτική της ανάγνωσης των Σημειώσεων. Στοιχεία ιδιαίτερα χρήσιμα, δεδομένου, μεταξύ άλλων, της τοπιογραφίας του βιβλίου (μία χώρα υπό κατοχή), του οικογενειακού περιβάλλοντος του νεαρού “ήρωα” (με το προφίλ μιας “ιδιαίτερης” μητέρας), αλλά και του χρόνου της συγγραφής του βιβλίου.
Εν αρχή ην ένας συγγραφέας εκτός κλίμακας. Ο Georges Simenon των 20 ψευδωνύμων, των άνω των 30 διευθύνσεων κατοικιών, των περίπου 400 τίτλων (“χρειάζομαι 8 ημέρες για να γράψω ένα βιβλίο και 3 για να το διορθώσω”), των 54 κινηματογραφικών μεταφορών, των 10000 γυναικών (ή των 1200 - κατά τη δεύτερη σύζυγό του - το 80% των οποίων, ιερόδουλες)∙ γυναικών, που “κατανάλωνα με τον ρυθμό που ένας Γάλλος καπνίζει τα Gitanes του”, όπως θα αναφέρει στο άρθρο του για τα 99 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Βέλγου, ο Mark Lawson.
“Το χιόνι ήταν βρόμικο” γράφτηκε και εκδόθηκε το 1948, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς “αυτοεξορίας” του Simenon, στις ΗΠΑ (στην προκειμένη περίπτωση, στην Tucson, Arizona). Το έτος 1948 ακούγεται ένα έτος όπως όλα τα άλλα, αν δεν είχε προηγηθεί ο - προ μηνών - θάνατος του νεότερου αδελφού του Georges Simenon, Christian, που έπεσε μαχόμενος με τη Λεγεώνα των ξένων, στην Ινδοκίνα. Ένας θάνατος ελάχιστα ηρωικός, δεδομένου ότι εκεί τον έστειλε ο μεγαλύτερος αδελφός του, Georges, με τη συμβουλή/προτροπή του μεγάλου φίλου του, André Gide, προκειμένου ο Christian - δολοφόνος, ο ίδιος, και ενεργός συνεργάτης των Ναζί κατακτητών της Γαλλόφωνης Βαλλονίας (Ν. Βέλγιο) - να αποφύγει τη δίωξη, μετά το τέλος του πολέμου.
Αλλά και ο συγγραφέας δεν υπήρξε άμοιρος κατηγοριών συνεργασίας με τους Ναζί. Βιβλία του Simenon συνέχισαν να εκδίδονται κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, ενώ συνεργάστηκε με την εταιρεία παραγωγής Continental-films, που ίδρυσε ο Joseph Goebbels. Όσο για τη μητέρα του, υπήρξε ένθερμος οπαδός του φιλοναζιστικού κόμματος Rex, μέλος του οποίου υπήρξε ο Christian. Δεν πρέπει να είναι συμπτωματική η χρονική εγγύτητα των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, με την αναχώρηση του Simenon για την Αμερική (31 Αυγούστου του 1945) και τη δεκαετή παραμονή του εκεί.
“Το xιόνι ήταν βρόμικο” λειτουργεί σε ένα δυστοπικό και αχρονικό περιβάλλον∙ μία ανώνυμη χώρα τελεί υπό κατάληψη ανώνυμων κατακτητών. Οι αναφορές στο κλίμα υποδεικνύουν Κεντροευρωπαϊκή χώρα, ενώ τα περισσότερα ονόματα - Φρανκ / Λόττε Φριντμάιερ, Σίσσυ, Χάμλιγκ, Χολστ, Κρόμερ, Βίμμερ, Άντλερ - υποδηλούν, αν όχι Γερμανική, πάντως Γερμανόφωνη ρίζα/καταγωγή. Ένα εκκεντρικό(;) στοιχείο, εδώ∙ το “Χιόνι”, γραμμένο στις παρυφές του μεγάλου πολέμου, όπου γερμανόφωνοι διαβιούν υπό το καθεστώς ασαφούς ταυτότητας κατακτητών…
Οι χώροι, συγκεκριμένοι. Ενώ, σε αυτό το, ατυπικού μεγέθους για έργο του Simenon αφήγημα, η κίνηση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξαντλείται σε εσωτερικούς χώρους, δωμάτια πορνείου, χώρους όμορων συνοίκων, κακόφημα μπαρ, αίθουσα ανακρίσεων, κελί (“αίθουσα διδασκαλίας”, κατά τον παραληρούντα ήρωα). Το στοιχείο του διαλόγου, όταν δεν πρόκειται για μία ασθματική ανταλλαγή ερωταποκρίσεων-παγίδων, είναι επίσης περιορισμένο, και κυρίαρχα στοιχεία του αφηγήματος συνιστούν οι περιγραφές και η ενδοσκόπηση του ήρωα.
Πιο κάτω, ακολουθεί η παρουσίαση της ιστορίας τού “Το χιόνι ήταν βρόμικο”. Ακολουθεί ο σχολιασμός του βιβλίου και κάποιες σκέψεις που τοποθετούν το βιβλίο απέναντι σε δημιουργήματα των κατ’ εξοχήν επωνύμων.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ (σελ. 13-123)
Η γνωριμία με τους εκ των πρωταγωνιστών της ιστορίας: Τον μετέφηβο Φρανκ Φριντμάιερ, ετών 19, “…Δεν είναι ψηλός. Είναι μάλλον κοντός. Του είχε τύχει - αλλά πριν από πολύ καιρό - να φορέσει παπούτσια με ψηλά τακούνια, όπως τα γυναικεία περίπου, για να δείχνει ψηλός…”, και “Δεν αφηνιάζει. Δεν χειρονομεί. Σπάνια τον βλέπει κανείς να τρέχει, σπάνια να θυμώνει, και ακόμα πιο σπάνια να υψώνει τον τόνο της φωνής του”. Και τον Φρεντ Κρόμερ, ετών 22, φίλο του πρώτου, που επαίρεται για τον φόνο θαμώνα του μπαρ του Τίμο, αλλά και για τον στραγγαλισμό μιας γυναίκας, αμέσως μετά την κουβέντα, «Εύχομαι με αυτό που κάνουμε τώρα να μείνω έγκυος…», με τον Κρόμερ να ισχυρίζεται «…ότι αυτή η κουβέντα τα προκάλεσε όλα, και ότι η ιδέα να έχει ένα παιδί απ’ αυτή την ηλίθια και βρομερή κοπέλα, που τη μάλαζε σαν ζύμη, του φάνηκε γελοία και απαράδεκτη». Λόγια που δεν εκπλήσσουν το ακροατήριο, αφού, “Ποιος από τους θαμώνες του Τίμο, δεν έχει σκοτώσει τουλάχιστον έναν άνθρωπο;”.
Λόγια που “επιβάλλουν” στον Φρανκ τη σκέψη, «Θα πρέπει να δοκιμάσω», ευκαιρία για το “ξεπαρθένεμα”. Στόχος ο “Ευνούχος”, ένας υπαξιωματικός του στρατού κατοχής, τακτικός θαμώνας του Τίμο, “…τόσο χοντρός και τόσο πλαδαρός που οι σάρκες του, κάτω από τη στολή, σχημάτιζαν σαμπρέλες στη μέση , στις μασχάλες και στα μπράτσα. Θύμιζε ματρόνα που ξεντύνεται και ο κορσές της έχει σημαδέψει τη μαλακή τις σάρκα…”. Χοντρός και φιλήδονος, “…παρήγγελλε τα ποτά με τις καράφες. Με τη μια γυναίκα καθισμένη στα γόνατα και την άλλη στον καναπέ…”.
Ο “Ευνούχος”, ιδανικός πελάτης και του πορνείου της Λόττε, μητέρας του Φρανκ, ιδανικός στόχος για τον σουγιά του Φρανκ∙ κόλπο που του είχαν εξηγήσει, «Μόλις μπει και για τη λεπίδα ανάμεσα στα πλευρά, στρίβεις ελαφρά το χέρι, όπως ένα κλειδί στην κλειδαριά». Και ο Φρανκ στήνεται σε μία κόγχη του τοίχου, με είκοσι βαθμούς υπό το μηδέν. Και το σχέδιο κινδυνεύει να ανατραπεί, αφού μπροστά από την κρυψώνα περνάει ο Χολστ, όμορος σύνοικος του Φρανκ και πατέρας της 16χρονης Σίσσυ. Που βλέπει τον Φρανκ. Όχι από σύμπτωση. Αλλά, γιατί ο Φρανκ το προκαλεί! Ώστε, προς αναβολή η απόπειρα;
Το σκηνικό στη θέση του, αλλά ο Σιμενόν παραλείπει τη σκηνή του φόνου - η βία και το αίμα δεν αποτελούν συστατικά της μαγείας του. Η αναφορά στον φόνο, σε πλάγιο λόγο: “Ο σουγιάς καλά σκουπισμένος, βρισκόταν στην τσέπη του Φρανκ”, ή και “… χρειάστηκε να επαναλάβει την κίνησή του δυο φορές, εξαιτίας του λίπους που ήταν συσσωρευμένο στην πλάτη του υπαξιωματικού”. Όσο για το περίστροφο του “ευνούχου”, λάφυρο ανεκτίμητο, ο Φρανκ θα το δείξει στη Σίσσυ. Και θα επιστρέψει στο σπίτι, να ξαπλώσει πλάι στη Μπέρθα, όπου “Λίγο αργότερα, παρ’ ολίγο να κάνει έρωτα μαζί της”, εξάλλου το συνήθιζε με τις γυναίκες του πορνείου της μητέρας του.
Σκηνικό λυκόφωτος, η “ατμόσφαιρα” Σιμενόν, “Λόγω των περιορισμών και των διακοπών του ρεύματος, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν λαμπτήρες μόνο χαμηλής ισχύος και το κτίριο έμοιαζε με σπίτι φαντασμάτων. Επιπλέον δεν είχαν θέρμανση∙ μετά βίας τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν λίγο αέριο για να ζεστάνουν τον καφέ τους που ήταν από βελανίδια”. Όχι στης Λόττε, όπου “Τρώνε. Μάλλον δεν τρώνε, καταβροχθίζουν. Καταβροχθίζουν από το πρωί ως το βράδυ… Και εν τω μεταξύ, οι Χολστ αρκούνταν σε ένα κόκκαλο και βλαστάρια”.
Νέο πρόσωπο επί σκηνής. Ο γενικός επιθεωρητής της Αστυνομίας, Χάμλινγκ, “…έχει σκληρά χαρακτηριστικά γεροδεμένο σώμα, σάμπως να είναι φτιαγμένος από πέτρα”. Τακτικός επισκέπτης του πορνείου. Όμως, όχι χρήστης των υπηρεσιών της Λόττε. Απλά, “Πάντα δίνει την εντύπωση, μπαίνοντας, ότι πέρασε να πει μια καλημέρα σαν γείτονας, σαν φίλος”. Θα αναφερθεί στη σύλληψη ενός νεαρού βιολιστή, συγκάτοικου στο κτίριο της Λόττε, «…φαίνεται πως ανήκει σε κάποια ομάδα τρομοκρατών». “Όπως οι κατακτητές, ο Χάμλινγκ είχε πει τρομοκράτης. Άλλοι χρησιμοποιούν τη λέξη πατριώτης”. Ενώ, “Η Σίσσυ περιμένει με αγωνία πότε θα βγει ο Φρανκ, ανασηκώνει την κουρτίνα για να τον δει να απομακρύνεται…”.
Ο Φρανκ θα την επισκεφτεί, όσο ο Χολστ, ο πατέρας της, λείπει. Ακόμα περισσότερο, θα βγουν μαζί, μαζί στο σινεμά, όπου ο Φρανκ θα την ψάξει στα πιο βαθιά, για να γίνει πάλι ξαφνικά καθωσπρέπει, “Αν μπορούσε να τον δει, θα ήταν πολύ χειρότερα. Όταν ήταν καθωσπρέπει, γινόταν τρομερός, τόσο ήρεμος και παγερός, τόσο απόμακρος που δεν ήξερες από πού να τον πιάσεις, ακόμη και η Λόττε τον φοβόταν”.
Στην αμέσως επόμενη συνάντηση με τον Κρόμερ, η αρχή του νήματος: Στρατηγός του στρατού κατοχής, φετιχιστής ρολογιών, απευθύνεται στον Κρόμερ, προφανώς τον επώνυμο λαθρέμπορο της πόλης. «Σε μια πόλη σαν τη δική σας, όπου ζούσαν τόσοι πολλοί αστοί, υψηλόβαθμοι υπάλληλοι και εισοδηματίες, θα πρέπει να υπάρχει αφθονία από παλιά ρολόγια…». Η ερώτηση στον Φρανκ, «Ξέρεις πού να βρεις ρολόγια;». Η απάντηση, «Μισά, μισά;». “Όσο μιλάει ο Κρόμερ, ο Φρανκ ξαναβλέπει τα ρολόγια του γέρο-Βιλμός, θυμάται τον γέρο-Βιλμός, πάντα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, με τις ακτίνες του ήλιου να γλιστρούν ανάμεσα απ’ τις περσίδες, να κουρδίζει τα ρολόγια ένα ένα, να τα βάζει στο αυτί του, να τα ρυθμίζει να χτυπούν την ώρα βάζοντας σε κίνηση τις μικροσκοπικές φιγούρες”. Για να ακολουθήσει η αναφορά στη Σίσσυ, «Θα μου τη συστήσεις;», «Μπορεί. Είναι παρθένα», «Λέγε, τι κάνατε οι δυο σας στο σινεμα… Λέγε…», «Πάντα το ίδιο πράγμα… Κάλτσες, ζαρτιέρες, μετά…». Για να γυρίσει τελικά στα του οίκου-πορνείου, αναζητώντας τη Μίνα, κάποια Μίνα, “Θα πάει να τη βρει και, στην ουσία, θα είναι ακριβώς όπως αν ήταν η Σίσσυ. Μες στο σκοτάδι δεν θα καταλάβει τη διαφορά”…
Η επιχείρηση “Το κυνήγι του θησαυρού”, ή “Η αναζήτηση ρολογιών”, ξεκινάει. Ο Κρόμερ έχει εξασφαλίσει στον Φρανκ αυτοκίνητο, οδηγό και συνοδό (μήπως χρειαστεί να παίξει “κάτι σκληρό”). Προορισμός, το χωριό που μεγάλωσε ο Φρανκ, όπου και ο θησαυρός. Πιο συγκεκριμένα, το σπίτι του Βιλμός και της αδελφής του. Υπέργηροι και οι δύο. Θα ανοίξει εκείνη στον Φρανκ, ο γέρο-Βιλμός έχει πεθάνει εδώ κι έναν χρόνο. Της ζητάει τα ρολόγια, με το πρόσωπο καλυμμένο. “Κρατάει το περίστροφο στο δεξί του χέρι”. Μία απρόσεκτη κίνηση αποκαλύπτει το πρόσωπό του και η γρια-Βελμός, τον αναγνωρίζει, «Ο μικρός Φρανκ», αυτός που οι Βιλμός κερνούσαν καραμέλες, πριν λίγα χρόνια. Τώρα, η δολοφονία. Ο παρακείμενος Σταν (ο συνοδός), “Πρέπει να άκουσε μια υπόκωφη εκπυρσοκρότηση. Μετά η πόρτα ξανανοίγει, βλέπει ένα φωτεινό κιτρινωπό ορθογώνιο που σιγά σιγά πάλι άρχισε να στενεύει μέχρι που χάθηκε εντελώς”∙ ίσως, η λακωνικότερη περιγραφή φόνου στην Αστυνομική Λογοτεχνία.
Στην επιστροφή, συναντά τον Κρόμερ στο μπαρ του Τίμο. Του μιλάει για τη λεία, «’Εχω καμιά πενηνταριά» και τον καλεί να μιλήσει με τον στρατηγό. Τέλος, στο σπίτι, “…βρήκε τη Μίνα στο κρεβάτι της, και έκανε μαζί της έρωτα τόσο βίαια που την τρόμαξε”. Και, πάντα, η τρομερή αμφιβολία, “Και εκείνη καταλαβαίνει. Όλοι καταλαβαίνουν!”.
Οι ανησυχίες που τρελαίνουν: Ο οδηγός είχε υποψιαστεί τι είχε συμβεί; Και ο Κρόμερ δείχνει “διαφορετικός, αμήχανος”. Και “…η όψη της Μίνας δείχνει κομμένη… σάμπως να περιμένει να εμφανιστεί η Αστυνομία…”. Και “Η μητέρα του ξέρει. Δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία”.
Στη συζήτηση για τη μοιρασιά της αμοιβής, ο Φρανκ ζητάει τη μεσολάβηση του Κρόμερ στον στρατηγό, για ένα πάσο που οι κατακτητές επιφυλάσσουν στους εκλεκτούς. Ο Κρόμερ δεν θα αρνηθεί αλλά παραμένει εμμονικά εστιασμένος στην κατάκτηση της Σίσσυ, “«Απόψε τη νύχτα;» ρωτάει ο Κρόμερ, που του τρέχουν τα σάλια”. Κι αυτό να συμπίπτει με την ερωτική εξομολόγηση της Σίσσυ προς τον Φρανκ, που πιο απελπισμένη δεν μπορεί ν’ ακουστεί.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΣΙΣΣΥ (σελ.127-246)
Ο κλοιός σφίγγει; Η Αστυνομία εμφανίζεται στο σπίτι του Φρανκ. Αλλά, όχι, δεν είναι γι αυτόν. Που διακρίνει στολές στον διάδρομο, μπροστά στην πόρτα του βιολιστή, “…και ακούγονται θόρυβοι από σπάσιμο επίπλων”. Ενόσω ο Φρανκ θα εξαντλείται στη επίδειξη του πάσου του… Ένα χαρτί που εξασφαλίζει την απέχθεια των γειτόνων του, λες και δεν έφτανε η υποχρεωτική τους γειτνίαση με τα πορνείο της μητέρας του…
Δέκα σελίδες, για την “εκχώρηση” - το λένε και πάσα - της Σίσσυ στον Κρόμερ, από τον Φρανκ. Ασθματικοί διάλογοι και ένας παραληρηματικός Φρανκ (ή, ένας παραληρηματικός Σιμενόν;). Στην ουσία, πρόκειται για σκηνοθεσία Φρανκ/Κρόμερ, που θα κατέληγε σε βιασμό, αν η Σίσσυ, τρελαμένη, δεν διέφευγε την τελευταία στιγμή, στα γύρω οικόπεδα, σχεδόν γυμνή, στον πάγο. Και ο Φρανκ θα παρακολουθεί το αδιάκοπο πηγαινέλα του πατέρα της Σίσσυ - αδιάψευστη μαρτυρία οι τσόχινες μπότες του Χολστ, οι δεμένες με σπάγκο - του γιατρού και του γείτονα, στο προσκέφαλο της άρρωστης Σίσσυ.
Εμβόλιμη παρουσία του Επιθεωρητή Χάμλινγκ στο σπίτι της Λόττε∙ και πάλι, «…Απλώς μπήκα περνώντας». Ο Φρανκ σε φάση επίθεσης/ πρόκλησης, απέναντι σε έναν πρωτοφανώς παθητικό επιθεωρητή, «Γιατί θα μου άρεσε να με συλλαμβάνανε. Κυρίως, εσείς!». Πρόκληση στην οποία ο Χάμλινγκ θα απαντήσει, «Πόσων χρονών είστε, παιδί μου;», και για να κλείσει, «Αγαπητή μυ Λόττε, καιρός να φεύγω… Φροντίστε καλά τον νεαρό». Απλά εμβόλιμη η παρουσία του Χάμλινγκ, ή βατήρας για τα όσα ακολουθήσουν;…
Όχι δεν είναι φόβος. Είναι, απλά, η επιθυμία να προκαλέσει, “Δεν είχε αρκετούς εχθρούς και έκανε το παν για ν’ αποκτήσει”, ο Φρανκ, αμετανόητα αλκοολικός, στα 19 του, ήδη. “Η Σίσσυ θα πρέπει να τον μισούσε”. Η Σίσσυ, όπως η Μπέρθα, όπως η Άννυ, όπως ο γείτονας κύριος Βίμμερ, “με τα ψώνια, ένα δίχτυ όπου υπήρχαν ένα λάχανο και βλαστάρια”, ο σύνοικος του Φρανκ, των ακριβών παπουτσιών και του καμιλό παλτού, όπως ο Χολστ που “…θα ξοδέψει τις τελευταίες δεκάρες του, αν του απέμεινε τίποτα, ή θα πουλήσει μερικά βιβλία” για να στολίσει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της άρρωστης κόρης του, ή εκείνος ο παράξενος νεαρός που έχει γίνει, τελευταία, η σκιά του και που ο Φρανκ τον διακρίνει να χαζεύει μπροστά σε μία βιτρίνα με κορσέδες ή με κούκλες. Ώσπου ένας κύριος, “πολύ συνηθισμένος τύπος, αμυδρά ίσως να δείχνει ξένος” θα σταματήσει τον Φρανκ, θα του δείξει “μια κάρτα με σφραγίδες”, θα του αφαιρέσει το περίστροφο από την τσέπη, θα τον καλέσει να τον ακολουθήσει, και τώρα βρίσκονται να “…προχωρούν ο ένας δίπλα στον άλλον προς τη στάση του τραμ…”.
Δέκατη όγδοη ημέρα έγκλειστος και ο Σιμενόν ζητάει από τον Φρανκ να αυτοβιογραφείται σε τρίτο πρόσωπο!
Έγκλειστος ο Φρανκ - του έχουν αδειάσει τις τσέπες και απαλλάξει από γραβάτα, ζώνη και κορδόνια - “…αλλά δεν τον έβαλαν σε φυλακή, αλλά σ’ ένα σχολείο”. Το γεγονός ότι “…κάθε πρωί, χαράζει μια γραμμή στον τοίχο, με το νύχι του αντίχειρα”, δεν είναι αρκετό να τον μεταπείσει ότι περί σχολείου πρόκειται, ενώ “…στην πόλη υπάρχει μια αληθινή φυλακή…”. Στην απομόνωση, ο Φρανκ είναι αντιμέτωπος με τον ανηλεή απέναντι, τον εαυτό του. Απόπειρες απόδρασης μέσω ονειρικών μαιάνδρων που του επιτρέπουν την καλειδοσκοπική ερμηνεία γεγονότων όπως, “Στο δεξί δωμάτιο, όπου φέρνουν ασταμάτητα καινούριους, παίρνουν κάποιους και τους τουφεκίζουν, αν όχι καθημερινά, πάντως πολλές φορές την εβδομάδα”. Και θα αναρωτιέται, ποιος τον κατήγγειλε.
Δέκατη ένατη ημέρα και στο σχολείο-φυλακή, στο δεν-είναι-κελί-είναι- αίθουσα-διδασκαλίας, του συμπεριφέρονται με το σείς και με το σάς∙ όταν δεν ασχολούνται μαζί του ή όταν δεν υποκρίνονται τους αδιάφορους. Θα πρέπει να πρόκειται για ένα - κατά τα άλλα - σοβαρό σχολείο, αφού “εδώ τουφεκίζουν σχεδόν καθημερινά”... Ένα σχολείο όπου το πρωί τον τρέφουν με “…ένα αφέψημα από βαλανίδια, χωρίς ζάχαρη, με ένα κομματάκι ψωμί σαν λάσπη” και που μπορεί να αισθάνεται ντροπή όταν πηγαίνει στον χωρίς καπάκι κουβά του, αφού από την πασαρέλα βλέπουν τα πάντα, αλλά τουλάχιστον είναι άλλοι που τον αδειάζουν, γι αυτόν.
Και στις οπτικές του αποδράσεις, μία γυναίκα, “…από τόσο μακριά δεν ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά της”∙ “…συμπεραίνει ότι είναι νέα”∙ “…σίγουρα έχει μωρό”∙ “…πρέπει να είναι ευτυχισμένη”∙ “…όταν ξανακλείνει το παράθυρό της, ξαναβρίσκεται στο σπίτι της, με τις μυρωδιές του νοικοκυριού της”∙ “…ποιος ξέρει, μπορεί και να τραγουδάει”∙ “…και ήταν όμορφη”. Και “Τα γρανάζια βρίσκονται σε κίνηση, το ροκάνισμα των σκέψεων συνεχίζεται”.
Μέχρι που τον συνοδεύουν, όταν, για παράδειγμα, τον οδηγούν να συναντήσει τη μητέρα του. Όχι ότι η Λόττε θα καταρρεύσει στο θέαμα του αξύριστου και βρόμικου γιου της, αντίθετα, όλο αξιοπρέπεια - κάποιοι θα τη χαρακτήριζαν “στοργή υπό έλεγχο” - θα δείξει το ενδιαφέρον της για την κατάστασή του και θα προσπαθήσει να τον εμψυχώσει, με κουβέντες όπως, «Καλά μού φαίνεσαι. Αν ήξερες πόσο ευτυχισμένη είμαι που σε βλέπω να είσαι καλά». Μα, πώς θα μπορούσε να συμπεριφερθεί, απέναντι σε έναν “σκληρό και σχεδόν εριστικό Φρανκ”; Ιδιαίτερα όταν αυτή “Τα ’χει χάσει, νοιώθει απογοητευμένη. Θα πρέπει να ερχόταν καταχαρούμενη, όπως πάει να δει κανείς έναν ασθενή στο νοσοκομείο με σταφύλια ή πορτοκάλια, και εκείνος δεν υπολογίζει ούτε καν τις καλές της προθέσεις, θα έπαιρνε όρκο κανείς ότι τα είχε βάλει μαζί της, ότι την καθιστά υπεύθυνη για την απογοήτευσή του”.
Για να φτάσει η στιγμή της ανάκρισης. Έχοντας συναντήσει, στη διαδρομή, ανθρώπους που δεν γνωρίζει και που “κανείς δεν τον αναγνωρίζει, ούτε τον κοιτάζει” και διατρέξει έναν Καφκικό “δαίδαλο σκοτεινών και πολύπλοκων διαδρόμων”. Ε! λοιπόν, όχι! Δεν πρόκειται για τη δολοφονία της γριάς-Βιλμός, ή γι αυτήν του Ευνούχου! Αλλά, για έξη μικρές τρυπούλες! Πιο συγκεκριμένα, για έξη μικρές τρυπούλες στα χαρτονομίσματα του πακέτου χρημάτων, προέλευσης στρατηγού, η αμοιβή του Φρανκ για τα ρολόγια του γερο-Βιλμός, πακέτου που έσερνε ο Φρανκ επάνω του, και που επιδείκνυε σε κάθε ευκαιρία. Έξη μικρές τρυπούλες από καρφίτσα, που αποδείκνυαν ότι τα χαρτονομίσματα που βρήκαν επάνω του - ίσως και σ’ αυτούς που με πόση μεγαθυμία σκόρπιζε - είχαν κλαπεί από το κτίριο (Αρχηγείο;) των κατακτητών. Ο ανακριτής εστιάζει στο πώς βρέθηκαν στα χέρια του Φρανκ∙ και σπρώχνει στον μαθητή-κρατούμενο το κουτί με τα τσιγάρα. Επί του παρόντος…
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (σελ.249-338)
Η γυναίκα στο παράθυρο, “…αέρισε όλα τα ρούχα. Τα τίναζε τα χτυπούσε όπως τα χαλιά, και καθεμιά από τις κινήσεις της προκαλούσε στον Φρανκ τρομερούς πόνους αλλά και του έκανε καλό συγχρόνως…”. Και ηδονιζόταν να κοιμάται μπρούμυτα, “Είναι μπρούμυτα και πονάει. Τον πονάνε κόκαλα και μύες του σώματός του… Κάποιοι πόνοι διαρκούν μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, αλλά η έντασή τους τούς κάνει ηδονικούς σε σημείο που τους αναζητάς όταν υποχωρούν…”. Παραληρηματική ενδοσκόπηση και μία άρνηση να απαντήσει στον ανακριτή του, να “θυμηθεί” το πώς βρέθηκε με ένα τεράστιο ποσό στην κατοχή του. Και τα εύκολα προεξοφλούμενα βασανιστήρια; “Είχε πει όχι. Και τώρα, δεν είναι σίγουρος ότι το έκανε γιατί ήθελε να υποφέρει. Σίγουρα υπήρχε η έλξη για τα βασανιστήρια, το γεγονός ότι ήθελε να ξέρει αν θα άντεχε ή όχι, όπως αναρωτιόταν πολύ συχνά”. Για να ακολουθήσει το χτύπημα με τον μπρούτζινο χάρακα, στο πρόσωπο, “Μέχρι τελευταία στιγμή, θα μπορούσε να απαντήσει ναι ή και κατ’ ανάγκη να σκύψει. Δεν κούνησε και ακούστηκαν κόκαλα να σπάνε”. Πίσω στο κελί-αίθουσα διδασκαλίας, για να συνεχίσει την ενδοσκόπησή του, ενώ “Έμαθε να κοιμάται. Έμαθε να συνθλίβεται μπρούμυτα στις σανίδες του κρεβατιού του και να οσφραίνεται τη δική του μυρωδιά στις μασχάλες του σακακιού του”.
Για να εμφανιστεί ο νέος ανακριτής, “ένας ηλικιωμένος κύριος με τα γυαλιά”. Όχι σαν εκείνους που, “…σας προσφέρουν τσιγάρο πριν σας χτυπήσουν με έναν μπρούτζινο χάρακα σαν υστερικές γυναίκες”. Εδώ, ένας διαφορετικός πόλεμος και ο Φρανκ ξέρει ότι αυτό θα είναι το τέλος και ότι ο ηλικιωμένος κύριος θα τον κερδίσει. Μόνη του απόπειρα είναι να τον καθυστερήσει. Η διαδικασία είναι αργή και “Αυτό τον εμποδίζει να ασχοληθεί με τους άντρες τους οποίους έρχονται και τους παίρνουν από τη διπλανή τάξη, με το χάραμα της ημέρας, για να τους τουφεκίσουν”.
“Είχαν την καλοσύνη να μού επιτρέψουν να σε δω, Φρανκ…”, η μητέρα του Φρανκ, συνοδεία της Μίνας, τροφίμου του πορνείου της Λόττε. “Από την πλευρά της, δεν τολμάει να σηκώσει τα μάτια της επάνω του από φόβο μην ξεσπάσει σε λυγμούς. Είναι τόσο τρομακτικός στην όψη; Επειδή του λείπουν δύο μπροστινά δόντια και είναι ατημέλητος;”. Και ένας εκτός ισορροπίας Φρανκ, που “βλέπει” μπροστά του τον Πατέρα Χολστ και τη Σίσσυ, και που λίγο πριν - ή αμέσως μετά; - την ψυχολογική εξουθένωση, θα ομολογήσει. Όχι όλα, όχι τα πάντα, θα μιλήσει για τον φόνο της γριάς- Βιλμός, θα ομολογήσει τα των ρολογιών, τα του Κρόμερ, τα του άγνωστου σε αυτόν “ανώτερου αξιωματικού που συλλέγει ρολόγια”, τα των συνεργών του όταν επισκέφτηκε τους Βιλμός∙ όχι ότι οι απέναντι, με πρώτο τον “ηλικιωμένο κύριο με τα γυαλιά” δεν ξέρουν, και ο Καρλ Άντλερ, ο οδηγός του αυτοκινήτου στην έξοδο προς τους Βιλμός, είχε ήδη εκτελεστεί, αν και, μάλλον, για υποθέσεις της Αντίστασης.
Και η, κατά Σιμενόν, κάθαρση. Και όταν ο Φρανκ πιστεύει πως τον καλούν για μία ακόμα ανάκριση, έχει εμπρός του, τώρα πλέον, τον Χολστ και τη Σίσσυ… που, “Δεν προχωράει τόσο ώστε να φτάσει κοντά του. Δεν τολμούν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Θα το έκαναν, αν τολμούσαν; Δεν είναι σίγουρο”. Με την απόσταση ανάμεσά τους, “«Ήρθα να σου πω πως σ’ αγαπώ»”. Ενώ ο πατέρας της, πιέζοντάς τον ελαφρά στον ώμο, “«Είχα έναν γιο, ένα αγόρι στην ίδια ηλικία περίπου με τη δική σας…»”. Και θα οδηγήσει την κόρη του πλάι στον Φρανκ, ενώ θα στραφεί, μετά, στο παράθυρο, “…για να μπορέσουν να κοιταχτούν μόνο οι δυο τους”.
“Αυτός είναι ο δικός του γάμος… Ο δικός του μήνας του μέλιτος…”. “«Θα προσπαθήσουμε να ξανάρθουμε» λέει ο Χολστ. Ο Φρανκ χαμογελάει, εξακολουθώντας να κοιτάζει τη Σίσσυ, και συγκατανεύει γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι αλήθεια, όπως το γνωρίζει και ο Χολστ και σίγουρα και η Σίσσυ”.
Και, όρθιος εμπρός στον ανακριτή του, θα ομολογήσει, άλλα για δεύτερη φορά, άλλα για πρώτη, τα πάντα. Την κλοπή των ρολογιών, τη δολοφονία της γριάς-Βελμός, τον φόνο του αξιωματικού, “«…για να του πάρω το περίστροφο, γιατί ήθελα πολύ να έχω ένα περίστροφο… Δεν είμαι ούτε φανατικός, ούτε ταραχοποιός, ούτε πατριώτης. Είμαι ένα κάθαρμα»”.
Δεν θα τους αρκέσει η ομολογία και θα τον χτυπήσουν, προφανώς ανικανοποίητοι αφού δεν αποσπούν το όνομα του αξιωματικού πίσω από τα σημειωμένα χαρτονομίσματα, όνομα που ο Φρανκ αγνοεί, αν και, “«Αν ήξερα κάτι, δεν θα σας το έλεγα»”.
“Τον κατέβασαν τρεις ή τέσσερις φορές για να τον χτυπήσουν… Και, επί τέλους, το αποφασίζουν, ένα πρωί που ξανάρχισε να χιονίζει”.
“Πρώτα πήγαν στη διπλανή τάξη. Δεν το σκέφτηκε πως θα τον έπαιρναν κι αυτόν… Είναι έτοιμος… Τους βάζουν να προχωρήσουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον κατά μήκος του υπόστεγου. Για δες! Ανασήκωσε το γιακά του σακακιού του, σαν τους άλλους.
Και ξεχνάει να κοιτάξει το παράθυρο, ξεχνάει να σκέφτεται. Η αλήθεια είναι ότι θα έχει όλο το χρόνο μετά…”.
Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η “ατμόσφαιρα” Σιμενόν υιοθετεί τα χαρακτηριστικά κλειστοφοβικού κώδωνα. Όλα σε δύο γειτονιές, αυτή των Φρανκ/Χολστ και του Timo bar. Μοναδικές έξοδοι, η απόδραση στο χωριό του ωρολογοποιού, και αυτή επειδή το απαιτεί η δολοφονία της γριάς-Βιλμός και η διαδρομή του τραμ, ράγες που τέμνουν το χιόνι. Κόγχες σπιτιών, σκοτεινές όσο και το βρόμικο χιόνι, η αποπνικτική ατμόσφαιρα του μπαρ, τα δωμάτια-κυψέλες επιβίωσης της οικογένειας Χολστ, ένα κελί που ο υπόδικος Φρανκ θέλει αίθουσα διδασκαλίας, από όπου “…με το χάραμα παίρνουν τους άντρες για να τους τουφεκίσουν” και η αίθουσα των ανακρίσεων, αλλά και του δικαστηρίου, όπου και η απόφαση της εκτέλεσης, αμέσως μετά τη δίκη που δεν διεξήχθη ποτέ.
Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα έργο γραμμένο πριν τρία τέταρτα του αιώνα, δεν εξηγεί την απόκλιση του “Το χιόνι ήταν βρόμικο” (αν όχι του Simenon, γενικότερα), από το σημερινά πρότυπα του “αστυνομικού” αφηγήματος. Το βιβλίο αποκλίνει και από την ορθοδοξία των whodunit που, χρονικά, προηγήθηκαν του “Χιονιού”. Πρόκειται για μία διαπίστωση που εγείρει - και που θα εγείρει - την αμφιβολία και την ένσταση, σχετικά με την “αστυνομικότητα” του Simenon. O Marc Lits, του Πανεπιστημίου της Louvain (Βέλγιο) προτείνει μία εξήγηση του φαινομένου: “Ο Simenon δεν θέλησε να περιοριστεί στον χώρο της Λαϊκής Λογοτεχνίας και αρνήθηκε να περιβληθεί τα όρια του μεγάλου αστυνομικού συγγραφέα. Και είναι προς τιμή του, που έφτιαξε ένα δικό του σύμπαν, μία ιδιαιτερότητα που τον απομακρύνει από την αναγνώριση μέσα στα πλαίσια της Αστυνομικής Λογοτεχνίας, με τη στενή έννοια. Θα παραμένει, λοιπόν, πάντα, ένας δημιουργός του περιθωρίου. Κι αν ο ίδιος είναι ο πιο πολυδιαβασμένος Βέλγος συγγραφέας, ο Simenon δεν ηγήθηκε ποτέ Σχολής”.
Και, βέβαια, είναι - και παραμένει - το περίφημο ιδίωμα Simenon. Όταν η Colette - επιφανής λογοτέχνης, υπεύθυνη Λογοτεχνίας και σύζυγος του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Le Matin - στις συμβουλές της οποίας ο Simenon προστρέχει, του επιστρέφει τα χειρόγραφά του, με την ένδειξη, “Sim (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, τότε ο Simenon)…όταν πάψετε να κάνετε Λογοτεχνία…” ο νεαρός Simenon θα επιστρέψει στη γραφομηχανή και στα μολύβια του, για να αφαιρέσει το όποιο επίθετο και το όποιο επίρρημα, για να αναδείξει κείμενα που στόχευαν μόνο στην ουσία («Ο Simenon δεν είναι μυαλό δεν είναι καρδιά, ο Simenon είναι κοιλιά, τα έντερα»). Η ουσία.
Και θα παραμένει πάντα το ερώτημα αν μιλάμε για δύο Simenon. Αυτόν του Επιθεωρητή Maigret και για εκείνον των romans durs, των “σκληρών” ιστοριών, όπου τα “αστυνομικά” στοιχεία, αυτά του κινήτρου, του φόνου, της Δίωξης, της Έρευνας, των συνακόλουθων ντετέκτιβ και των εγκληματολογικών εργαστηρίων ταυτοποίησης υποκλίνονται απέναντι στην περιρρέουσα κοινωνική τυπολογία, στο ψυχολογικό προφίλ του ενόχου και στην Έρευνα μέσω της διαίσθησης και του ενστίκτου. Δεν είναι, πάντως, ο Επιθεωρητής Maigret, αυτός που ώθησε τον André Gide να προβλέψει, στις αρχές των ετών ’40, ότι “Ο Simenon θα αναγνωριστεί κάποτε ως ο μεγαλύτερος όλων, ο πιο πραγματικός πεζογράφος που διαθέτει η Λογοτεχνία μας”… Όσο για τον ίδιο τoν Simenon, δεν ήταν αυτός που χαρακτήριζε τη “σειρά Maigret”, ως “semi-littérature”; (“ημι-λογοτεχνία”;).
“Το χιόνι ήταν βρόμικο” ανήκει στα romans durs∙ θα ανήκε στα “σκληρά” ακόμα και παρόντος του Επιθεωρητή Maigret. Ξεκινώντας από την οπτική γωνία του παρατηρητή-αφηγητή, που ιχνοσκοπεί - και ιχνοσκοπεί αδιάκοπα, όσο και ανελέητα - τον Φρανκ Φριντμάιερ, δηλαδή τον παρατηρητή-αφηγητή εαυτό του. Εδώ, ο δολοφόνος, γνωστός από τις πρώτες σελίδες, είναι αυτός που σκέφτεται, που αισθάνεται, που αποφασίζει, που ενδοσκοπείται, που αμφιβάλλει, που αυταπατάται, που καταλήγει. Είναι αυτός, και μόνον αυτός, που βλέπει και κρίνει τους άλλους, ποτέ οι άλλοι αυτόν, αυτός που αποφασίζει το πώς οι άλλοι τον βλέπουν και τον κρίνουν, κώδωνας μέσα σε κώδωνα, η Σιμενόνια μπαγκέτα να ορίζει τον ρυθμό.
Τολμώντας την έξοδο από το πλαίσιο του “Το χιόνι ήταν βρόμικο”, θα επιχειρούσα μία αντιπαραβολή του βιβλίου, με τρία βιβλία που εκδόθηκαν πριν από αυτό (αντιπαραβολή του μύθου, όχι του συγγραφικού ύφους). Πρόκειται για το “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Fiodor Dostoïevski (1866), τη “Δίκη”, του Franz Kafka (1925) και τον “Ξένο”, του Albert Camus (1942). Ειδικότερα, του Φρανκ Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ, του “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Γιόσεφ Κ, της “Δίκης” και του Μερσώ, του “Ξένου”.
(Ι) Στο “Έγκλημα και Τιμωρία”, ο νεαρός Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ (Ρόντια) δολοφονεί τη γριά Αλιόνα Ιβάνοβα (και - εκτός προγράμματος - την αδελφή της)∙ κίνητρο η αφαίρεση πλούτου από μία μισητή ενεχυροδανείστρια, ενώ η θεωρία του Υπερανθρώπου, που ο Ρασκόνικωφ υπεραμύνεται (τουλάχιστον κατά τη στιγμή της δολοφονίας, αλλά και για αρκετά αργότερα) δίνει το άλλοθι στον δολοφόνο. Θεωρία όπου, κατά τον εισηγητή της, Ροντιόν, τα πάντα επιτρέπονται στον εξαιρετικό, τον εκτός νόρμας και υπεράνω του Νόμου άνθρωπο, αφού γίνονται - ή, πιο σωστά, διαπράττονται - για το κοινό καλό.
Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ο νεαρός Φρανκ Φριντμάιερ δολοφονεί τη γριά-Βιλμός, όχι υποκινούμενος από μίσος (αντίθετα, μόνο γλυκές παιδικές αναμνήσεις τον συνδέουν με το θύμα) αλλά από την “απλή” πρόθεση να ληστέψει. Οι δύο ιστορίες κύρια αποκλίνουν κατά τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα των ηρώων τους. Ο εξαιρετικά ευκατάστατος Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ της έσχατης ένδειας, με τον πρώτο μηδενικών τύψεων για το έγκλημα που διέπραξε και τον δεύτερο έμπλεο τύψεων, αλλά και ανησυχίας σε κλιμάκωση τρόμου, αμέσως μετά την πράξη. Τύψεων και τρόμου, που ουσιαστικά οριοθετούν στον μύθο το στοιχείο “Τιμωρία”, του στοιχείου “Έγκλημα” εξαντλούμενου σε δύο σελίδες ενός εκτενέστατου αφηγήματος.
(ΙΙ) Στη “Δίκη”, ο νεαρός τραπεζοϋπάλληλος Γιόσεφ Κ συλλαμβάνεται κατηγορούμενος για μία παράβαση (έγκλημα;) που θα παραμείνει ανεξήγητη/ο, μέχρι το τέλος της ιστορίας. Εδώ, έχουμε τη δίκη, μία δίκη όπου ο Κ δηλώνει «Αθώος», για να απαντήσει ο δικαστής του, «Αθώος, για ποιο πράγμα;». Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η ανάκριση δεν ακολουθείται από τη δίκη. Και την ποινή, το ίδιο “έσχατη” όσο και στη “Δίκη”, αποφασίζει ο ανακριτής, ή τουλάχιστον έτσι τεκμαίρεται, αφού ο Φριντμάιερ, οδηγείται στο απόσπασμα, μετά την ανάκριση και απευθείας από το κελί του.
Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ασφαλώς υπήρξε έγκλημα. Αν και η δολοφονία του υπαξιωματικού της αστυνομίας των κατακτητών ή και της γριάς-Βιλμός, δεν είναι αυτές που απασχολούν τον ανακριτή και είναι άλλα που τον ενδιαφέρουν. Το σημείο σύγκλισης με τη “Δίκη” αποτελεί το απρόσωπο της Εξουσίας (το προφίλ του ανακριτή, στο “Χιόνι”, δύσκολα πείθει για υψηλόβαθμο στέλεχος του καθεστώτος) και το μαιανδρικό, αν όχι λαβυρινθώδες, των διαδικασιών, γραφειοκρατικά και χωροταξικά. Και στις δύο περιπτώσεις θα παραμείνει άγνωστη η ταυτότητα του καταδότη.
(ΙΙΙ) Στον “Ξένο”, ο Μερσώ, το παράλογο σε παραλλαγή σάρκας και οστών, σε πλήρη αποξένωση με το περιβάλλον του, έμβιο και άψυχο, δολοφονεί με μία σφαίρα, και μετά “τελείως αναίτια” πυροβολεί το θύμα του ακόμα μερικές φορές. Ο Φριντμάιερ του “Χιονιού” επίσης αποτελεί ξένο σώμα με το περιβάλλον του, το άμεσο και το έμμεσο, αφού στεγανός έναντι της μητέρας του και σε απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης έναντι των τεκταινόμενων στο πορνείο της. Ενώ και φιλύποπτος, απόμακρος, και έως εχθρικός, προς τους γείτονες, τους συντοπίτες, αλλά και με τους “εν όπλοις” συντρόφους του, των καταγωγίων.
Δεν είναι γνωστό αν ο Simenon είχε διαβάσει τον “Ξένο”, που εκδόθηκε έξη χρόνια πριν το “Χιόνι”∙ ο ίδιος, πάντως, δεν φημιζόταν για ένθερμος ή συστηματικός αναγνώστης. Ίσως να αποτελεί σύμπτωση η τοποθέτηση και των δύο ηρώων, πέρα από το όριο της αλλοτρίωσης και απέναντι σε μία άδεια, μονότονη και αδιάφορη ζωή. Και είναι εξίσου άγνωστο αν η διαδρομή του Φρανκ Φριντμάιερ, μία διαδρομή ανάμεσα στις συμπληγάδες των Ρασκόλνικωφ, Γιόσεφ Κ και Μερσώ, ενορχηστρώθηκε στο “Χιόνι” από έναν μάγο, με τρόπο που να αφήνει το ερώτημα να επικρέμαται.
Αναζητώντας την απόλαυση των μεταφράσεων του Simenon στη συνήθη ύποπτο Αργυρώ Μακάρωφ, ανέτρεξα στο Διαδίκτυο, σε αναζήτηση αποσπάσματος, στο πρωτότυπο. Και έπεσα επάνω στο Πρώτο Κεφάλαιο, του Πρώτου Μέρους του βιβλίου (σελ. 13-34). Να επαναλάβω, λοιπόν, το στοίχημα: Πιστεύω πως ο Simenon θα έσπευδε να μεταφράσει, στα Γαλλικά, τη Μετάφραση της Μακάρωφ∙ και ο Simenon θα ήξερε τι έκανε, δεδομένου ότι η κυρία δεν μεταφράζει κείμενο, μεταφράζει ατμόσφαιρα.
Αντώνης Γκόλτσος, Μάιος, 2021