ΣΙΜΕΝΟΝ

ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


154η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας

(27.5.2021 - τηλεδιάσκεψη)


Georges Simenon (1903-1989)


 Το χιόνι ήταν βρόμικο

(ΑΓΡΑ-2011)


La neige était sale (1948)

Μετάφραση-Αργυρώ Μακάρωφ


   Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία τα οποία, πιστεύω, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη, με την προοπτική της ανάγνωσης των Σημειώσεων. Στοιχεία ιδιαίτερα χρήσιμα, δεδομένου, μεταξύ άλλων, της τοπιογραφίας του βιβλίου (μία χώρα υπό κατοχή), του οικογενειακού περιβάλλοντος του νεαρού “ήρωα” (με το προφίλ μιας “ιδιαίτερης” μητέρας), αλλά και του χρόνου της συγγραφής του βιβλίου.    




   “Το xιόνι ήταν βρόμικο” λειτουργεί σε ένα δυστοπικό και αχρονικό περιβάλλον∙ μία ανώνυμη χώρα τελεί υπό κατάληψη ανώνυμων κατακτητών. Οι αναφορές στο κλίμα υποδεικνύουν Κεντροευρωπαϊκή χώρα, ενώ τα περισσότερα ονόματα - Φρανκ / Λόττε Φριντμάιερ, Σίσσυ, Χάμλιγκ, Χολστ, Κρόμερ, Βίμμερ, Άντλερ - υποδηλούν, αν όχι Γερμανική, πάντως Γερμανόφωνη ρίζα/καταγωγή. Ένα εκκεντρικό(;) στοιχείο, εδώ∙ το “Χιόνι”, γραμμένο στις παρυφές του μεγάλου πολέμου, όπου γερμανόφωνοι διαβιούν υπό το καθεστώς ασαφούς ταυτότητας κατακτητών…   


   Οι χώροι, συγκεκριμένοι. Ενώ, σε αυτό το, ατυπικού μεγέθους για έργο του Simenon αφήγημα, η κίνηση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξαντλείται σε εσωτερικούς χώρους, δωμάτια πορνείου, χώρους όμορων συνοίκων, κακόφημα μπαρ, αίθουσα ανακρίσεων, κελί (“αίθουσα διδασκαλίας”, κατά τον παραληρούντα ήρωα). Το στοιχείο του διαλόγου, όταν δεν πρόκειται για μία ασθματική ανταλλαγή ερωταποκρίσεων-παγίδων, είναι επίσης περιορισμένο, και κυρίαρχα στοιχεία του αφηγήματος συνιστούν οι περιγραφές και η ενδοσκόπηση του ήρωα. 

   Πιο κάτω, ακολουθεί η παρουσίαση της ιστορίας τού “Το χιόνι ήταν βρόμικο”. Ακολουθεί ο σχολιασμός του βιβλίου και κάποιες σκέψεις που τοποθετούν το βιβλίο απέναντι σε δημιουργήματα των κατ’ εξοχήν επωνύμων.      

    

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ (σελ. 13-123)



Λόγια που “επιβάλλουν” στον Φρανκ τη σκέψη, «Θα πρέπει να δοκιμάσω»,  ευκαιρία για το “ξεπαρθένεμα”. Στόχος ο “Ευνούχος”, ένας υπαξιωματικός του στρατού κατοχής, τακτικός θαμώνας του Τίμο, “…τόσο χοντρός και τόσο πλαδαρός που οι σάρκες του, κάτω από τη στολή, σχημάτιζαν σαμπρέλες στη μέση , στις μασχάλες και στα μπράτσα. Θύμιζε ματρόνα που ξεντύνεται και ο κορσές της έχει σημαδέψει τη μαλακή τις σάρκα…”. Χοντρός και φιλήδονος, “…παρήγγελλε τα ποτά με τις καράφες. Με τη μια γυναίκα καθισμένη στα γόνατα και την άλλη στον καναπέ…”.










Στη συζήτηση για τη μοιρασιά της αμοιβής, ο Φρανκ ζητάει τη μεσολάβηση του Κρόμερ στον στρατηγό, για ένα πάσο που οι κατακτητές επιφυλάσσουν στους εκλεκτούς. Ο Κρόμερ δεν θα αρνηθεί αλλά παραμένει εμμονικά εστιασμένος στην κατάκτηση της Σίσσυ, “«Απόψε τη νύχτα;» ρωτάει ο Κρόμερ, που του τρέχουν τα σάλια”. Κι αυτό να συμπίπτει με την ερωτική εξομολόγηση της Σίσσυ προς τον Φρανκ, που πιο απελπισμένη δεν μπορεί ν’ ακουστεί.         



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΣΙΣΣΥ (σελ.127-246)






Έγκλειστος ο Φρανκ - του έχουν αδειάσει τις τσέπες και απαλλάξει από γραβάτα, ζώνη και κορδόνια - “…αλλά δεν τον έβαλαν σε φυλακή, αλλά σ’ ένα σχολείο”. Το γεγονός ότι “…κάθε πρωί, χαράζει μια γραμμή στον τοίχο, με το νύχι του αντίχειρα”, δεν είναι αρκετό να τον μεταπείσει ότι περί σχολείου πρόκειται, ενώ “…στην πόλη υπάρχει μια αληθινή φυλακή…”. Στην απομόνωση, ο Φρανκ είναι αντιμέτωπος με τον ανηλεή απέναντι, τον εαυτό του. Απόπειρες απόδρασης μέσω ονειρικών μαιάνδρων που του επιτρέπουν την καλειδοσκοπική ερμηνεία γεγονότων όπως, “Στο δεξί δωμάτιο, όπου φέρνουν ασταμάτητα καινούριους, παίρνουν κάποιους και τους τουφεκίζουν, αν όχι καθημερινά, πάντως πολλές φορές την εβδομάδα”. Και θα αναρωτιέται, ποιος τον κατήγγειλε.


Και στις οπτικές του αποδράσεις, μία γυναίκα, “…από τόσο μακριά δεν ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά της”“…συμπεραίνει ότι είναι νέα”∙ “…σίγουρα έχει μωρό”∙ “…πρέπει να είναι ευτυχισμένη”∙ “…όταν ξανακλείνει το παράθυρό της, ξαναβρίσκεται στο σπίτι της, με τις μυρωδιές του νοικοκυριού της”∙ “…ποιος ξέρει, μπορεί και να τραγουδάει”∙ “…και ήταν όμορφη”. Και “Τα γρανάζια βρίσκονται σε κίνηση, το ροκάνισμα των σκέψεων συνεχίζεται”. 


Για να φτάσει η στιγμή της ανάκρισης. Έχοντας συναντήσει, στη διαδρομή, ανθρώπους που δεν γνωρίζει και που “κανείς δεν τον αναγνωρίζει, ούτε τον κοιτάζει” και διατρέξει έναν Καφκικό “δαίδαλο σκοτεινών και πολύπλοκων διαδρόμων”. Ε! λοιπόν, όχι! Δεν πρόκειται για τη δολοφονία της γριάς-Βιλμός, ή γι αυτήν του Ευνούχου! Αλλά, για έξη μικρές τρυπούλες! Πιο συγκεκριμένα, για έξη μικρές τρυπούλες στα χαρτονομίσματα του πακέτου χρημάτων, προέλευσης στρατηγού, η αμοιβή του Φρανκ για τα ρολόγια του γερο-Βιλμός, πακέτου που έσερνε ο Φρανκ επάνω του, και που επιδείκνυε σε κάθε ευκαιρία. Έξη μικρές τρυπούλες από καρφίτσα, που αποδείκνυαν ότι τα χαρτονομίσματα που βρήκαν επάνω του - ίσως και σ’ αυτούς που με πόση μεγαθυμία σκόρπιζε - είχαν κλαπεί από το κτίριο (Αρχηγείο;) των κατακτητών. Ο ανακριτής εστιάζει στο πώς βρέθηκαν στα χέρια του Φρανκ∙ και σπρώχνει στον μαθητή-κρατούμενο το κουτί με τα τσιγάρα. Επί του παρόντος…  



ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (σελ.249-338)





“Αυτός είναι ο δικός του γάμος… Ο δικός του μήνας του μέλιτος…”. “«Θα προσπαθήσουμε να ξανάρθουμε» λέει ο Χολστ. Ο Φρανκ χαμογελάει, εξακολουθώντας να κοιτάζει τη Σίσσυ, και συγκατανεύει γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι αλήθεια, όπως το γνωρίζει και ο Χολστ και σίγουρα και η Σίσσυ”.

Και, όρθιος εμπρός στον ανακριτή του, θα ομολογήσει, άλλα για δεύτερη φορά, άλλα για πρώτη, τα πάντα. Την κλοπή των ρολογιών, τη δολοφονία της γριάς-Βελμός, τον φόνο του αξιωματικού, “«…για να του πάρω το περίστροφο, γιατί ήθελα πολύ να έχω ένα περίστροφο… Δεν είμαι ούτε φανατικός, ούτε ταραχοποιός, ούτε πατριώτης. Είμαι ένα κάθαρμα»”

Δεν θα τους αρκέσει η ομολογία και θα τον χτυπήσουν, προφανώς ανικανοποίητοι αφού δεν αποσπούν το όνομα του αξιωματικού πίσω από τα σημειωμένα χαρτονομίσματα, όνομα που ο Φρανκ αγνοεί, αν και, “«Αν ήξερα κάτι, δεν θα σας το έλεγα»”

“Τον κατέβασαν τρεις ή τέσσερις φορές για να τον χτυπήσουν… Και, επί τέλους, το αποφασίζουν, ένα πρωί που ξανάρχισε να χιονίζει”.  


Και ξεχνάει να κοιτάξει το παράθυρο, ξεχνάει να σκέφτεται. Η αλήθεια είναι ότι θα έχει όλο το χρόνο μετά…”.

  

   Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η “ατμόσφαιρα” Σιμενόν υιοθετεί τα χαρακτηριστικά κλειστοφοβικού κώδωνα. Όλα σε δύο γειτονιές, αυτή των Φρανκ/Χολστ και του Timo bar. Μοναδικές έξοδοι, η απόδραση στο χωριό του ωρολογοποιού, και αυτή επειδή το απαιτεί η δολοφονία της γριάς-Βιλμός και η διαδρομή του τραμ, ράγες που τέμνουν το χιόνι. Κόγχες σπιτιών, σκοτεινές όσο και το βρόμικο χιόνι, η αποπνικτική ατμόσφαιρα του μπαρ, τα δωμάτια-κυψέλες επιβίωσης της οικογένειας Χολστ, ένα κελί που ο υπόδικος Φρανκ θέλει αίθουσα διδασκαλίας, από όπου “…με το χάραμα παίρνουν τους άντρες για να τους τουφεκίσουν” και η αίθουσα των ανακρίσεων, αλλά και του δικαστηρίου, όπου και η απόφαση της εκτέλεσης, αμέσως μετά τη δίκη που δεν διεξήχθη ποτέ.    


   Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα έργο γραμμένο πριν τρία τέταρτα του αιώνα, δεν εξηγεί την απόκλιση του “Το χιόνι ήταν βρόμικο” (αν όχι του Simenon, γενικότερα), από το σημερινά πρότυπα του “αστυνομικού” αφηγήματος. Το βιβλίο αποκλίνει και από την ορθοδοξία των whodunit που, χρονικά, προηγήθηκαν του “Χιονιού”. Πρόκειται για μία διαπίστωση που εγείρει - και που θα εγείρει - την αμφιβολία και την ένσταση, σχετικά με την “αστυνομικότητα” του Simenon. O Marc Lits, του Πανεπιστημίου της Louvain (Βέλγιο) προτείνει μία εξήγηση του φαινομένου: “Ο Simenon δεν θέλησε να περιοριστεί στον χώρο της Λαϊκής Λογοτεχνίας και αρνήθηκε να περιβληθεί τα όρια του μεγάλου αστυνομικού συγγραφέα. Και είναι προς τιμή του, που έφτιαξε ένα δικό του σύμπαν, μία ιδιαιτερότητα που τον απομακρύνει από την αναγνώριση μέσα στα πλαίσια της Αστυνομικής Λογοτεχνίας, με τη στενή έννοια. Θα παραμένει, λοιπόν, πάντα, ένας δημιουργός του περιθωρίου. Κι αν ο ίδιος είναι ο πιο πολυδιαβασμένος Βέλγος συγγραφέας, ο Simenon δεν ηγήθηκε ποτέ Σχολής”.


   Και, βέβαια, είναι - και παραμένει - το περίφημο ιδίωμα Simenon. Όταν η Colette - επιφανής λογοτέχνης, υπεύθυνη Λογοτεχνίας και σύζυγος του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Le Matin - στις συμβουλές της οποίας ο Simenon προστρέχει, του επιστρέφει τα χειρόγραφά του, με την ένδειξη, “Sim (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, τότε ο Simenon)…όταν πάψετε να κάνετε Λογοτεχνία…” ο νεαρός Simenon θα επιστρέψει στη γραφομηχανή και στα μολύβια του, για να αφαιρέσει το όποιο επίθετο και το όποιο επίρρημα, για να αναδείξει κείμενα που στόχευαν μόνο στην ουσία («Ο Simenon δεν είναι μυαλό δεν είναι καρδιά, ο Simenon είναι κοιλιά, τα έντερα»). Η ουσία.  


   Και θα παραμένει πάντα το ερώτημα αν μιλάμε για δύο Simenon. Αυτόν του Επιθεωρητή Maigret και για εκείνον των romans durs, των “σκληρών” ιστοριών, όπου τα “αστυνομικά” στοιχεία, αυτά του κινήτρου, του φόνου, της Δίωξης, της Έρευνας, των συνακόλουθων ντετέκτιβ και των εγκληματολογικών εργαστηρίων ταυτοποίησης υποκλίνονται απέναντι στην περιρρέουσα κοινωνική τυπολογία, στο ψυχολογικό προφίλ του ενόχου και στην Έρευνα μέσω της διαίσθησης και του ενστίκτου. Δεν είναι, πάντως, ο Επιθεωρητής Maigret, αυτός που ώθησε τον André Gide να προβλέψει, στις αρχές των ετών ’40, ότι “Ο Simenon θα αναγνωριστεί κάποτε ως ο μεγαλύτερος όλων, ο πιο πραγματικός πεζογράφος που διαθέτει η Λογοτεχνία μας”… Όσο για τον ίδιο τoν Simenon, δεν ήταν αυτός που χαρακτήριζε τη “σειρά Maigret”, ως semi-littérature”; (“ημι-λογοτεχνία”;). 


   “Το χιόνι ήταν βρόμικο” ανήκει στα romans durs∙ θα ανήκε στα “σκληρά” ακόμα και παρόντος του Επιθεωρητή Maigret. Ξεκινώντας από την οπτική γωνία του παρατηρητή-αφηγητή, που ιχνοσκοπεί - και ιχνοσκοπεί αδιάκοπα, όσο και ανελέητα - τον Φρανκ Φριντμάιερ, δηλαδή τον παρατηρητή-αφηγητή εαυτό του. Εδώ, ο δολοφόνος, γνωστός από τις πρώτες σελίδες, είναι αυτός που σκέφτεται, που αισθάνεται, που αποφασίζει, που ενδοσκοπείται, που αμφιβάλλει, που αυταπατάται, που καταλήγει. Είναι αυτός, και μόνον αυτός, που βλέπει και κρίνει τους άλλους, ποτέ οι άλλοι αυτόν, αυτός που αποφασίζει το πώς οι άλλοι τον βλέπουν και τον κρίνουν, κώδωνας μέσα σε κώδωνα, η Σιμενόνια μπαγκέτα να ορίζει τον ρυθμό. 


   Τολμώντας την έξοδο από το πλαίσιο του “Το χιόνι ήταν βρόμικο”, θα επιχειρούσα μία αντιπαραβολή του βιβλίου, με τρία βιβλία που εκδόθηκαν πριν από αυτό (αντιπαραβολή του μύθου, όχι του συγγραφικού ύφους). Πρόκειται για το “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Fiodor Dostoïevski (1866), τη “Δίκη”, του Franz Kafka (1925) και τον “Ξένο”, του Albert Camus (1942). Ειδικότερα, του Φρανκ Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ, του “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Γιόσεφ Κ, της “Δίκης” και του Μερσώ, του “Ξένου”


   (Ι)  Στο “Έγκλημα και Τιμωρία”, ο νεαρός Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ (Ρόντια) δολοφονεί τη γριά Αλιόνα Ιβάνοβα (και - εκτός προγράμματος - την αδελφή της)∙ κίνητρο η αφαίρεση πλούτου από μία μισητή ενεχυροδανείστρια, ενώ η θεωρία του Υπερανθρώπου, που ο Ρασκόνικωφ υπεραμύνεται (τουλάχιστον κατά τη στιγμή της δολοφονίας, αλλά και για αρκετά αργότερα) δίνει το άλλοθι στον δολοφόνο. Θεωρία όπου, κατά τον εισηγητή της, Ροντιόν, τα πάντα επιτρέπονται στον εξαιρετικό, τον εκτός νόρμας και υπεράνω του Νόμου άνθρωπο, αφού γίνονται - ή, πιο σωστά, διαπράττονται - για το κοινό καλό. 


   Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ο νεαρός Φρανκ Φριντμάιερ δολοφονεί τη γριά-Βιλμός, όχι υποκινούμενος από μίσος (αντίθετα, μόνο γλυκές παιδικές αναμνήσεις τον συνδέουν με το θύμα) αλλά από την “απλή” πρόθεση να ληστέψει. Οι δύο ιστορίες κύρια αποκλίνουν κατά τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα των ηρώων τους. Ο εξαιρετικά ευκατάστατος Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ της έσχατης ένδειας, με τον πρώτο μηδενικών τύψεων για το έγκλημα που διέπραξε και τον δεύτερο έμπλεο τύψεων, αλλά και ανησυχίας σε κλιμάκωση τρόμου, αμέσως μετά την πράξη. Τύψεων και τρόμου, που ουσιαστικά οριοθετούν στον μύθο το στοιχείο “Τιμωρία”, του στοιχείου “Έγκλημα” εξαντλούμενου σε δύο σελίδες ενός εκτενέστατου αφηγήματος.


   (ΙΙ) Στη “Δίκη”, ο νεαρός τραπεζοϋπάλληλος Γιόσεφ Κ συλλαμβάνεται κατηγορούμενος για μία παράβαση (έγκλημα;) που θα παραμείνει ανεξήγητη/ο, μέχρι το τέλος της ιστορίας. Εδώ, έχουμε τη δίκη, μία δίκη όπου ο Κ δηλώνει «Αθώος», για να απαντήσει ο δικαστής του, «Αθώος, για ποιο πράγμα;». Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η ανάκριση δεν ακολουθείται από τη δίκη. Και την ποινή, το ίδιο “έσχατη” όσο και στη “Δίκη”, αποφασίζει ο ανακριτής, ή τουλάχιστον έτσι τεκμαίρεται, αφού ο Φριντμάιερ, οδηγείται στο απόσπασμα, μετά την ανάκριση και απευθείας από το κελί του.

   Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ασφαλώς υπήρξε έγκλημα. Αν και η δολοφονία του υπαξιωματικού της αστυνομίας των κατακτητών ή και της γριάς-Βιλμός, δεν είναι αυτές που απασχολούν τον ανακριτή και είναι άλλα που τον ενδιαφέρουν. Το σημείο σύγκλισης με τη “Δίκη” αποτελεί το απρόσωπο της Εξουσίας (το προφίλ του ανακριτή, στο “Χιόνι”, δύσκολα πείθει για υψηλόβαθμο στέλεχος του καθεστώτος) και το μαιανδρικό, αν όχι λαβυρινθώδες, των διαδικασιών, γραφειοκρατικά και χωροταξικά. Και στις δύο περιπτώσεις θα παραμείνει άγνωστη η ταυτότητα του καταδότη.     


   (ΙΙΙ) Στον “Ξένο”, ο Μερσώ, το παράλογο σε παραλλαγή σάρκας και οστών, σε πλήρη αποξένωση με το περιβάλλον του, έμβιο και άψυχο, δολοφονεί με μία σφαίρα, και μετά “τελείως αναίτια” πυροβολεί το θύμα του ακόμα μερικές φορές. Ο Φριντμάιερ του “Χιονιού” επίσης αποτελεί ξένο σώμα με το περιβάλλον του, το άμεσο και το έμμεσο, αφού στεγανός έναντι της μητέρας του και σε απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης έναντι των τεκταινόμενων στο πορνείο της. Ενώ και φιλύποπτος, απόμακρος, και έως εχθρικός, προς τους γείτονες, τους συντοπίτες, αλλά και με τους “εν όπλοις” συντρόφους του, των καταγωγίων.


   Δεν είναι γνωστό αν ο Simenon είχε διαβάσει τον “Ξένο”, που εκδόθηκε έξη χρόνια πριν το “Χιόνι”∙ ο ίδιος, πάντως, δεν φημιζόταν για ένθερμος ή συστηματικός αναγνώστης. Ίσως να αποτελεί σύμπτωση η τοποθέτηση και των δύο ηρώων, πέρα από το όριο της αλλοτρίωσης και απέναντι σε μία άδεια, μονότονη και αδιάφορη ζωή. Και είναι εξίσου άγνωστο αν η διαδρομή του Φρανκ Φριντμάιερ, μία διαδρομή ανάμεσα στις συμπληγάδες των Ρασκόλνικωφ, Γιόσεφ Κ και Μερσώ, ενορχηστρώθηκε στο “Χιόνι” από έναν μάγο, με τρόπο που να αφήνει το ερώτημα να επικρέμαται.               

      

  

    Αναζητώντας την απόλαυση των μεταφράσεων του Simenon στη συνήθη ύποπτο Αργυρώ Μακάρωφ, ανέτρεξα στο Διαδίκτυο, σε αναζήτηση αποσπάσματος, στο πρωτότυπο. Και έπεσα επάνω στο Πρώτο Κεφάλαιο, του Πρώτου Μέρους του βιβλίου (σελ. 13-34). Να επαναλάβω, λοιπόν, το στοίχημα: Πιστεύω πως ο Simenon θα έσπευδε να μεταφράσει, στα Γαλλικά, τη Μετάφραση της Μακάρωφ και ο Simenon θα ήξερε τι έκανε, δεδομένου ότι η κυρία δεν μεταφράζει κείμενο, μεταφράζει ατμόσφαιρα.




Αντώνης Γκόλτσος, Μάιος, 2021



154η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας

(27.5.2021 - τηλεδιάσκεψη)


Georges Simenon (1903-1989)


 Το χιόνι ήταν βρόμικο

(ΑΓΡΑ-2011)


La neige était sale (1948)

Μετάφραση-Αργυρώ Μακάρωφ


   Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία τα οποία, πιστεύω, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη, με την προοπτική της ανάγνωσης των Σημειώσεων. Στοιχεία ιδιαίτερα χρήσιμα, δεδομένου, μεταξύ άλλων, της τοπιογραφίας του βιβλίου (μία χώρα υπό κατοχή), του οικογενειακού περιβάλλοντος του νεαρού “ήρωα” (με το προφίλ μιας “ιδιαίτερης” μητέρας), αλλά και του χρόνου της συγγραφής του βιβλίου.    




   “Το xιόνι ήταν βρόμικο” λειτουργεί σε ένα δυστοπικό και αχρονικό περιβάλλον∙ μία ανώνυμη χώρα τελεί υπό κατάληψη ανώνυμων κατακτητών. Οι αναφορές στο κλίμα υποδεικνύουν Κεντροευρωπαϊκή χώρα, ενώ τα περισσότερα ονόματα - Φρανκ / Λόττε Φριντμάιερ, Σίσσυ, Χάμλιγκ, Χολστ, Κρόμερ, Βίμμερ, Άντλερ - υποδηλούν, αν όχι Γερμανική, πάντως Γερμανόφωνη ρίζα/καταγωγή. Ένα εκκεντρικό(;) στοιχείο, εδώ∙ το “Χιόνι”, γραμμένο στις παρυφές του μεγάλου πολέμου, όπου γερμανόφωνοι διαβιούν υπό το καθεστώς ασαφούς ταυτότητας κατακτητών…   


   Οι χώροι, συγκεκριμένοι. Ενώ, σε αυτό το, ατυπικού μεγέθους για έργο του Simenon αφήγημα, η κίνηση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξαντλείται σε εσωτερικούς χώρους, δωμάτια πορνείου, χώρους όμορων συνοίκων, κακόφημα μπαρ, αίθουσα ανακρίσεων, κελί (“αίθουσα διδασκαλίας”, κατά τον παραληρούντα ήρωα). Το στοιχείο του διαλόγου, όταν δεν πρόκειται για μία ασθματική ανταλλαγή ερωταποκρίσεων-παγίδων, είναι επίσης περιορισμένο, και κυρίαρχα στοιχεία του αφηγήματος συνιστούν οι περιγραφές και η ενδοσκόπηση του ήρωα. 

   Πιο κάτω, ακολουθεί η παρουσίαση της ιστορίας τού “Το χιόνι ήταν βρόμικο”. Ακολουθεί ο σχολιασμός του βιβλίου και κάποιες σκέψεις που τοποθετούν το βιβλίο απέναντι σε δημιουργήματα των κατ’ εξοχήν επωνύμων.      

    

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΤΙΜΟ (σελ. 13-123)



Λόγια που “επιβάλλουν” στον Φρανκ τη σκέψη, «Θα πρέπει να δοκιμάσω»,  ευκαιρία για το “ξεπαρθένεμα”. Στόχος ο “Ευνούχος”, ένας υπαξιωματικός του στρατού κατοχής, τακτικός θαμώνας του Τίμο, “…τόσο χοντρός και τόσο πλαδαρός που οι σάρκες του, κάτω από τη στολή, σχημάτιζαν σαμπρέλες στη μέση , στις μασχάλες και στα μπράτσα. Θύμιζε ματρόνα που ξεντύνεται και ο κορσές της έχει σημαδέψει τη μαλακή τις σάρκα…”. Χοντρός και φιλήδονος, “…παρήγγελλε τα ποτά με τις καράφες. Με τη μια γυναίκα καθισμένη στα γόνατα και την άλλη στον καναπέ…”.










Στη συζήτηση για τη μοιρασιά της αμοιβής, ο Φρανκ ζητάει τη μεσολάβηση του Κρόμερ στον στρατηγό, για ένα πάσο που οι κατακτητές επιφυλάσσουν στους εκλεκτούς. Ο Κρόμερ δεν θα αρνηθεί αλλά παραμένει εμμονικά εστιασμένος στην κατάκτηση της Σίσσυ, “«Απόψε τη νύχτα;» ρωτάει ο Κρόμερ, που του τρέχουν τα σάλια”. Κι αυτό να συμπίπτει με την ερωτική εξομολόγηση της Σίσσυ προς τον Φρανκ, που πιο απελπισμένη δεν μπορεί ν’ ακουστεί.         



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΣΙΣΣΥ (σελ.127-246)






Έγκλειστος ο Φρανκ - του έχουν αδειάσει τις τσέπες και απαλλάξει από γραβάτα, ζώνη και κορδόνια - “…αλλά δεν τον έβαλαν σε φυλακή, αλλά σ’ ένα σχολείο”. Το γεγονός ότι “…κάθε πρωί, χαράζει μια γραμμή στον τοίχο, με το νύχι του αντίχειρα”, δεν είναι αρκετό να τον μεταπείσει ότι περί σχολείου πρόκειται, ενώ “…στην πόλη υπάρχει μια αληθινή φυλακή…”. Στην απομόνωση, ο Φρανκ είναι αντιμέτωπος με τον ανηλεή απέναντι, τον εαυτό του. Απόπειρες απόδρασης μέσω ονειρικών μαιάνδρων που του επιτρέπουν την καλειδοσκοπική ερμηνεία γεγονότων όπως, “Στο δεξί δωμάτιο, όπου φέρνουν ασταμάτητα καινούριους, παίρνουν κάποιους και τους τουφεκίζουν, αν όχι καθημερινά, πάντως πολλές φορές την εβδομάδα”. Και θα αναρωτιέται, ποιος τον κατήγγειλε.


Και στις οπτικές του αποδράσεις, μία γυναίκα, “…από τόσο μακριά δεν ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά της”“…συμπεραίνει ότι είναι νέα”∙ “…σίγουρα έχει μωρό”∙ “…πρέπει να είναι ευτυχισμένη”∙ “…όταν ξανακλείνει το παράθυρό της, ξαναβρίσκεται στο σπίτι της, με τις μυρωδιές του νοικοκυριού της”∙ “…ποιος ξέρει, μπορεί και να τραγουδάει”∙ “…και ήταν όμορφη”. Και “Τα γρανάζια βρίσκονται σε κίνηση, το ροκάνισμα των σκέψεων συνεχίζεται”. 


Για να φτάσει η στιγμή της ανάκρισης. Έχοντας συναντήσει, στη διαδρομή, ανθρώπους που δεν γνωρίζει και που “κανείς δεν τον αναγνωρίζει, ούτε τον κοιτάζει” και διατρέξει έναν Καφκικό “δαίδαλο σκοτεινών και πολύπλοκων διαδρόμων”. Ε! λοιπόν, όχι! Δεν πρόκειται για τη δολοφονία της γριάς-Βιλμός, ή γι αυτήν του Ευνούχου! Αλλά, για έξη μικρές τρυπούλες! Πιο συγκεκριμένα, για έξη μικρές τρυπούλες στα χαρτονομίσματα του πακέτου χρημάτων, προέλευσης στρατηγού, η αμοιβή του Φρανκ για τα ρολόγια του γερο-Βιλμός, πακέτου που έσερνε ο Φρανκ επάνω του, και που επιδείκνυε σε κάθε ευκαιρία. Έξη μικρές τρυπούλες από καρφίτσα, που αποδείκνυαν ότι τα χαρτονομίσματα που βρήκαν επάνω του - ίσως και σ’ αυτούς που με πόση μεγαθυμία σκόρπιζε - είχαν κλαπεί από το κτίριο (Αρχηγείο;) των κατακτητών. Ο ανακριτής εστιάζει στο πώς βρέθηκαν στα χέρια του Φρανκ∙ και σπρώχνει στον μαθητή-κρατούμενο το κουτί με τα τσιγάρα. Επί του παρόντος…  



ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (σελ.249-338)





“Αυτός είναι ο δικός του γάμος… Ο δικός του μήνας του μέλιτος…”. “«Θα προσπαθήσουμε να ξανάρθουμε» λέει ο Χολστ. Ο Φρανκ χαμογελάει, εξακολουθώντας να κοιτάζει τη Σίσσυ, και συγκατανεύει γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι αλήθεια, όπως το γνωρίζει και ο Χολστ και σίγουρα και η Σίσσυ”.

Και, όρθιος εμπρός στον ανακριτή του, θα ομολογήσει, άλλα για δεύτερη φορά, άλλα για πρώτη, τα πάντα. Την κλοπή των ρολογιών, τη δολοφονία της γριάς-Βελμός, τον φόνο του αξιωματικού, “«…για να του πάρω το περίστροφο, γιατί ήθελα πολύ να έχω ένα περίστροφο… Δεν είμαι ούτε φανατικός, ούτε ταραχοποιός, ούτε πατριώτης. Είμαι ένα κάθαρμα»”

Δεν θα τους αρκέσει η ομολογία και θα τον χτυπήσουν, προφανώς ανικανοποίητοι αφού δεν αποσπούν το όνομα του αξιωματικού πίσω από τα σημειωμένα χαρτονομίσματα, όνομα που ο Φρανκ αγνοεί, αν και, “«Αν ήξερα κάτι, δεν θα σας το έλεγα»”

“Τον κατέβασαν τρεις ή τέσσερις φορές για να τον χτυπήσουν… Και, επί τέλους, το αποφασίζουν, ένα πρωί που ξανάρχισε να χιονίζει”.  


Και ξεχνάει να κοιτάξει το παράθυρο, ξεχνάει να σκέφτεται. Η αλήθεια είναι ότι θα έχει όλο το χρόνο μετά…”.

  

   Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η “ατμόσφαιρα” Σιμενόν υιοθετεί τα χαρακτηριστικά κλειστοφοβικού κώδωνα. Όλα σε δύο γειτονιές, αυτή των Φρανκ/Χολστ και του Timo bar. Μοναδικές έξοδοι, η απόδραση στο χωριό του ωρολογοποιού, και αυτή επειδή το απαιτεί η δολοφονία της γριάς-Βιλμός και η διαδρομή του τραμ, ράγες που τέμνουν το χιόνι. Κόγχες σπιτιών, σκοτεινές όσο και το βρόμικο χιόνι, η αποπνικτική ατμόσφαιρα του μπαρ, τα δωμάτια-κυψέλες επιβίωσης της οικογένειας Χολστ, ένα κελί που ο υπόδικος Φρανκ θέλει αίθουσα διδασκαλίας, από όπου “…με το χάραμα παίρνουν τους άντρες για να τους τουφεκίσουν” και η αίθουσα των ανακρίσεων, αλλά και του δικαστηρίου, όπου και η απόφαση της εκτέλεσης, αμέσως μετά τη δίκη που δεν διεξήχθη ποτέ.    


   Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα έργο γραμμένο πριν τρία τέταρτα του αιώνα, δεν εξηγεί την απόκλιση του “Το χιόνι ήταν βρόμικο” (αν όχι του Simenon, γενικότερα), από το σημερινά πρότυπα του “αστυνομικού” αφηγήματος. Το βιβλίο αποκλίνει και από την ορθοδοξία των whodunit που, χρονικά, προηγήθηκαν του “Χιονιού”. Πρόκειται για μία διαπίστωση που εγείρει - και που θα εγείρει - την αμφιβολία και την ένσταση, σχετικά με την “αστυνομικότητα” του Simenon. O Marc Lits, του Πανεπιστημίου της Louvain (Βέλγιο) προτείνει μία εξήγηση του φαινομένου: “Ο Simenon δεν θέλησε να περιοριστεί στον χώρο της Λαϊκής Λογοτεχνίας και αρνήθηκε να περιβληθεί τα όρια του μεγάλου αστυνομικού συγγραφέα. Και είναι προς τιμή του, που έφτιαξε ένα δικό του σύμπαν, μία ιδιαιτερότητα που τον απομακρύνει από την αναγνώριση μέσα στα πλαίσια της Αστυνομικής Λογοτεχνίας, με τη στενή έννοια. Θα παραμένει, λοιπόν, πάντα, ένας δημιουργός του περιθωρίου. Κι αν ο ίδιος είναι ο πιο πολυδιαβασμένος Βέλγος συγγραφέας, ο Simenon δεν ηγήθηκε ποτέ Σχολής”.


   Και, βέβαια, είναι - και παραμένει - το περίφημο ιδίωμα Simenon. Όταν η Colette - επιφανής λογοτέχνης, υπεύθυνη Λογοτεχνίας και σύζυγος του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Le Matin - στις συμβουλές της οποίας ο Simenon προστρέχει, του επιστρέφει τα χειρόγραφά του, με την ένδειξη, “Sim (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε, τότε ο Simenon)…όταν πάψετε να κάνετε Λογοτεχνία…” ο νεαρός Simenon θα επιστρέψει στη γραφομηχανή και στα μολύβια του, για να αφαιρέσει το όποιο επίθετο και το όποιο επίρρημα, για να αναδείξει κείμενα που στόχευαν μόνο στην ουσία («Ο Simenon δεν είναι μυαλό δεν είναι καρδιά, ο Simenon είναι κοιλιά, τα έντερα»). Η ουσία.  


   Και θα παραμένει πάντα το ερώτημα αν μιλάμε για δύο Simenon. Αυτόν του Επιθεωρητή Maigret και για εκείνον των romans durs, των “σκληρών” ιστοριών, όπου τα “αστυνομικά” στοιχεία, αυτά του κινήτρου, του φόνου, της Δίωξης, της Έρευνας, των συνακόλουθων ντετέκτιβ και των εγκληματολογικών εργαστηρίων ταυτοποίησης υποκλίνονται απέναντι στην περιρρέουσα κοινωνική τυπολογία, στο ψυχολογικό προφίλ του ενόχου και στην Έρευνα μέσω της διαίσθησης και του ενστίκτου. Δεν είναι, πάντως, ο Επιθεωρητής Maigret, αυτός που ώθησε τον André Gide να προβλέψει, στις αρχές των ετών ’40, ότι “Ο Simenon θα αναγνωριστεί κάποτε ως ο μεγαλύτερος όλων, ο πιο πραγματικός πεζογράφος που διαθέτει η Λογοτεχνία μας”… Όσο για τον ίδιο τoν Simenon, δεν ήταν αυτός που χαρακτήριζε τη “σειρά Maigret”, ως semi-littérature”; (“ημι-λογοτεχνία”;). 


   “Το χιόνι ήταν βρόμικο” ανήκει στα romans durs∙ θα ανήκε στα “σκληρά” ακόμα και παρόντος του Επιθεωρητή Maigret. Ξεκινώντας από την οπτική γωνία του παρατηρητή-αφηγητή, που ιχνοσκοπεί - και ιχνοσκοπεί αδιάκοπα, όσο και ανελέητα - τον Φρανκ Φριντμάιερ, δηλαδή τον παρατηρητή-αφηγητή εαυτό του. Εδώ, ο δολοφόνος, γνωστός από τις πρώτες σελίδες, είναι αυτός που σκέφτεται, που αισθάνεται, που αποφασίζει, που ενδοσκοπείται, που αμφιβάλλει, που αυταπατάται, που καταλήγει. Είναι αυτός, και μόνον αυτός, που βλέπει και κρίνει τους άλλους, ποτέ οι άλλοι αυτόν, αυτός που αποφασίζει το πώς οι άλλοι τον βλέπουν και τον κρίνουν, κώδωνας μέσα σε κώδωνα, η Σιμενόνια μπαγκέτα να ορίζει τον ρυθμό. 


   Τολμώντας την έξοδο από το πλαίσιο του “Το χιόνι ήταν βρόμικο”, θα επιχειρούσα μία αντιπαραβολή του βιβλίου, με τρία βιβλία που εκδόθηκαν πριν από αυτό (αντιπαραβολή του μύθου, όχι του συγγραφικού ύφους). Πρόκειται για το “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Fiodor Dostoïevski (1866), τη “Δίκη”, του Franz Kafka (1925) και τον “Ξένο”, του Albert Camus (1942). Ειδικότερα, του Φρανκ Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ, του “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Γιόσεφ Κ, της “Δίκης” και του Μερσώ, του “Ξένου”


   (Ι)  Στο “Έγκλημα και Τιμωρία”, ο νεαρός Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ (Ρόντια) δολοφονεί τη γριά Αλιόνα Ιβάνοβα (και - εκτός προγράμματος - την αδελφή της)∙ κίνητρο η αφαίρεση πλούτου από μία μισητή ενεχυροδανείστρια, ενώ η θεωρία του Υπερανθρώπου, που ο Ρασκόνικωφ υπεραμύνεται (τουλάχιστον κατά τη στιγμή της δολοφονίας, αλλά και για αρκετά αργότερα) δίνει το άλλοθι στον δολοφόνο. Θεωρία όπου, κατά τον εισηγητή της, Ροντιόν, τα πάντα επιτρέπονται στον εξαιρετικό, τον εκτός νόρμας και υπεράνω του Νόμου άνθρωπο, αφού γίνονται - ή, πιο σωστά, διαπράττονται - για το κοινό καλό. 


   Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ο νεαρός Φρανκ Φριντμάιερ δολοφονεί τη γριά-Βιλμός, όχι υποκινούμενος από μίσος (αντίθετα, μόνο γλυκές παιδικές αναμνήσεις τον συνδέουν με το θύμα) αλλά από την “απλή” πρόθεση να ληστέψει. Οι δύο ιστορίες κύρια αποκλίνουν κατά τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα των ηρώων τους. Ο εξαιρετικά ευκατάστατος Φριντμάιερ, απέναντι στον Ρασκόλνικωφ της έσχατης ένδειας, με τον πρώτο μηδενικών τύψεων για το έγκλημα που διέπραξε και τον δεύτερο έμπλεο τύψεων, αλλά και ανησυχίας σε κλιμάκωση τρόμου, αμέσως μετά την πράξη. Τύψεων και τρόμου, που ουσιαστικά οριοθετούν στον μύθο το στοιχείο “Τιμωρία”, του στοιχείου “Έγκλημα” εξαντλούμενου σε δύο σελίδες ενός εκτενέστατου αφηγήματος.


   (ΙΙ) Στη “Δίκη”, ο νεαρός τραπεζοϋπάλληλος Γιόσεφ Κ συλλαμβάνεται κατηγορούμενος για μία παράβαση (έγκλημα;) που θα παραμείνει ανεξήγητη/ο, μέχρι το τέλος της ιστορίας. Εδώ, έχουμε τη δίκη, μία δίκη όπου ο Κ δηλώνει «Αθώος», για να απαντήσει ο δικαστής του, «Αθώος, για ποιο πράγμα;». Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, η ανάκριση δεν ακολουθείται από τη δίκη. Και την ποινή, το ίδιο “έσχατη” όσο και στη “Δίκη”, αποφασίζει ο ανακριτής, ή τουλάχιστον έτσι τεκμαίρεται, αφού ο Φριντμάιερ, οδηγείται στο απόσπασμα, μετά την ανάκριση και απευθείας από το κελί του.

   Στο “Χιόνι ήταν βρόμικο”, ασφαλώς υπήρξε έγκλημα. Αν και η δολοφονία του υπαξιωματικού της αστυνομίας των κατακτητών ή και της γριάς-Βιλμός, δεν είναι αυτές που απασχολούν τον ανακριτή και είναι άλλα που τον ενδιαφέρουν. Το σημείο σύγκλισης με τη “Δίκη” αποτελεί το απρόσωπο της Εξουσίας (το προφίλ του ανακριτή, στο “Χιόνι”, δύσκολα πείθει για υψηλόβαθμο στέλεχος του καθεστώτος) και το μαιανδρικό, αν όχι λαβυρινθώδες, των διαδικασιών, γραφειοκρατικά και χωροταξικά. Και στις δύο περιπτώσεις θα παραμείνει άγνωστη η ταυτότητα του καταδότη.     


   (ΙΙΙ) Στον “Ξένο”, ο Μερσώ, το παράλογο σε παραλλαγή σάρκας και οστών, σε πλήρη αποξένωση με το περιβάλλον του, έμβιο και άψυχο, δολοφονεί με μία σφαίρα, και μετά “τελείως αναίτια” πυροβολεί το θύμα του ακόμα μερικές φορές. Ο Φριντμάιερ του “Χιονιού” επίσης αποτελεί ξένο σώμα με το περιβάλλον του, το άμεσο και το έμμεσο, αφού στεγανός έναντι της μητέρας του και σε απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης έναντι των τεκταινόμενων στο πορνείο της. Ενώ και φιλύποπτος, απόμακρος, και έως εχθρικός, προς τους γείτονες, τους συντοπίτες, αλλά και με τους “εν όπλοις” συντρόφους του, των καταγωγίων.


   Δεν είναι γνωστό αν ο Simenon είχε διαβάσει τον “Ξένο”, που εκδόθηκε έξη χρόνια πριν το “Χιόνι”∙ ο ίδιος, πάντως, δεν φημιζόταν για ένθερμος ή συστηματικός αναγνώστης. Ίσως να αποτελεί σύμπτωση η τοποθέτηση και των δύο ηρώων, πέρα από το όριο της αλλοτρίωσης και απέναντι σε μία άδεια, μονότονη και αδιάφορη ζωή. Και είναι εξίσου άγνωστο αν η διαδρομή του Φρανκ Φριντμάιερ, μία διαδρομή ανάμεσα στις συμπληγάδες των Ρασκόλνικωφ, Γιόσεφ Κ και Μερσώ, ενορχηστρώθηκε στο “Χιόνι” από έναν μάγο, με τρόπο που να αφήνει το ερώτημα να επικρέμαται.               

      

  

    Αναζητώντας την απόλαυση των μεταφράσεων του Simenon στη συνήθη ύποπτο Αργυρώ Μακάρωφ, ανέτρεξα στο Διαδίκτυο, σε αναζήτηση αποσπάσματος, στο πρωτότυπο. Και έπεσα επάνω στο Πρώτο Κεφάλαιο, του Πρώτου Μέρους του βιβλίου (σελ. 13-34). Να επαναλάβω, λοιπόν, το στοίχημα: Πιστεύω πως ο Simenon θα έσπευδε να μεταφράσει, στα Γαλλικά, τη Μετάφραση της Μακάρωφ και ο Simenon θα ήξερε τι έκανε, δεδομένου ότι η κυρία δεν μεταφράζει κείμενο, μεταφράζει ατμόσφαιρα.




Αντώνης Γκόλτσος, Μάιος, 2021