Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Ο Ντίνος Μανιατόπουλος, ο Γιώργος Κορδέλης και ο Γιώργος Κασιμάτης συζητούν για τις Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Τα VIDEO της συνάντησης

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η Τιμή της kWh οικιακού καταναλωτή 

Επιβεβαιώνονται τα στοιχεία στο άρθρο στη Καθημερινή των Βεροιόπουλου & Βασιλάκου (4/10/20) «Οι ΑΠΕ και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα» όπου:


«Οι Έλληνες καταναλωτές απολαμβάνουν σήμερα πολύ χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής

ενέργειας σε σχέση με τους περισσότερους πολίτες άλλων κρατών της Ευρώπης. Οι τιμές

της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα για ένα νοικοκυριό, σύμφωνα με τον επίσημο

πίνακα της EUROSTAT για το 2ο εξάμηνο του 2019, είναι αρκετά πιο κάτω από τις

αντίστοιχες στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία αλλά και τη Σλοβακία, τη

Σλοβενία και την Αυστρία.

Να σημειωθεί εδώ ότι τα νοικοκυριά (μέση ετήσια κατανάλωση 4.000-8.000 kWh)

αντιπροσωπεύουν τη σχετική πλειοψηφία των καταναλώσεων στη χώρα, με 33% μερίδιο

της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως.»


- Πίνακες EUROSTAT: Electricity prices - € per kWh - Medium size households:


2018

2019

2020

Greece

0,1672   

0,1595

0,1681

EU (28 countries)

0,2058

0,2167




- Ανάλυση προσωπικών λογ/μών ΔΕΗ:



2018

2019

2020

Μέση τιμή κόστους εκτός Δήμου & ΕΡΤ, αλλά με ΕΤΜΕΑΡ, εκπτώσεις, ΦΠΑ κτλ. (€)

0,15   

0,15

0,15



Λογικά, δε βλέπω το λόγο να αμφισβητήσω ότι:


«… στους μη οικιακούς καταναλωτές στην Ελλάδα, η εικόνα παραμένει ίδια. Μιλάμε

για καταναλωτές με μέση ετήσια κατανάλωση μεταξύ 500 – 2.000 MWh που

αντιπροσωπεύουν μερίδιο 46% περίπου της ετήσιας κατανάλωσης. Εδώ ανήκει η

συντριπτική πλειονότητα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, οι αγροτικές

εκμεταλλεύσεις, οι επαγγελματίες. Και σε αυτή την κατηγορία, οι τιμές της ηλεκτρικής

ενέργειας στην Ελλάδα είναι αρκετά φθηνότερες σε σχέση με τον μέσον όρο της Ευρώπης

και σίγουρα αρκετά πιο κάτω σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες. Για παράδειγμα, μια

μεσαία προς μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα της πατρίδας μας έχει σαφώς ανταγωνιστικό

πλεονέκτημα –σε ό,τι αφορά την ηλεκτρική ενέργεια– σε σχέση με μια ανταγωνιστική της

σε Ιταλία, Ισπανία και Μάλτα.»


Υπάρχει όμως και η άλλη όψη: Σε άρθρο της Χρύσας Λιάγγου στην Καθημερινή 21/9/20 με τίτλο «Πώς εκτινάχθηκε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας» (ο αρχισυντάκτης που έβαλε τον τίτλο ξέχασε να διευκρινίσει ότι πρόκειται για την τιμή χονδρικής) αναφέρεται ότι:


«…..Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη –και με διαφορά– τιμή χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Στο πρώτο εξάμηνο του 2020 διαμορφώθηκε στα 42,47 ευρώ η μεγαβατώρα, περί τα 8 με 10 ευρώ πάνω από τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων και την Ιταλία (32-34 ευρώ η μεγαβατώρα)…»

όπως και ότι

«…Το 2020 οι Έλληνες καταναλωτές θα πληρώσουν τη μεγαβατώρα των αιολικών στα 84,7 ευρώ και των φωτοβολταϊκών στα 262,1 ευρώ…»


Οι αριθμοί επαληθεύονται, αν και όχι με μεγάλη ακρίβεια, από τις γνωστές πηγές. Η συντάκτρια αποδίδει το φαινόμενο σε στρεβλώσεις της αγοράς που το κόστος τους πληρώνουν οι καταναλωτές. Επίσης αφήνει να εννοηθεί ότι σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα παλιά «χρυσά» συμβόλαια των ΑΠΕ. Στις μέρες μας τα πράγματα αλλάζουν εξαιρετικά γρήγορα καθώς η Ελλάδα προχωρά στην εφαρμογή του “target model” όπου οι ΑΠΕ δεν θα επιδοτούνται. Πράγματι, ιδίως για τα αιολικά ξηράς, αυτό φαίνεται από το κόστος παραγωγής που δίνεται στους νέους διαγωνισμούς της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) για επιλογή των νέων σταθμών ΑΠΕ που θα κατασκευαστούν.


Για να λαϊκίσουμε και λιγάκι, το πάρτι των παλιών ΑΠΕ τελείωσε. Οι επενδυτές σε ΑΠΕ έβγαλαν πολλά, αλλά, πάλι, ίσως αυτό να ήταν απαραίτητο ως κίνητρο για τη διείσδυση των νέων μορφών παραγωγής. Το μέλλον φαίνεται δικαιότερο, αλλά ας μην ξεχνάμε ούτε ότι έχουμε οικονομία της αγοράς, η οποία σπανίως είναι δίκαιη, ούτε την εσκεμμένη ομίχλη του συστήματος…


Η απορία πάντως παραμένει: Πώς γίνεται η τιμή λιανικής της kWh να είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ταυτόχρονα η τιμή χονδρικής να είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη; Προσωπικά δεν αντέχω να το ψάξω…


GNK